Ο άλλοτε 'μπάσταρδος χωρίς πατέρα', μαθητής του Κάρολου Κουν εξηγεί στο ΟΝΕΜΑΝ ίσως τη μεγαλύτερη σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου.
Είναι μάλλον μάταιο να σε λένε Ηλία, να δίνεις το χέρι σου στον Γιώργο Αρμένη και ανεβαίνοντας μαζί του στον δεύτερο όροφο του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, να προσπαθήσεις να ΜΗΝ πεις μια μπούρδα του στιλ “Ε, καταλαβαίνετε, με λένε και Ηλία, μου έχουν πει για πλάκα 'Ρίχτο Ηλία', μπλα μπλα, ξέρετε, μπλα μπλα”. Ξέρει.
Ενώ βολεύομαι στο καμαρίνι του, εκείνος μονολογεί κάτι για Τη Σκηνή από το 'Όλα Είναι Δρόμος' του Παντελή Βούλγαρη (σ.σ. ο ρόλος του ως Μάκης Τσετσένογλου του χάρισε το βραβείο Α' Ανδρικού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).
“Δεν υπάρχει περίπτωση να πάω στην επαρχία και να μη μου φωνάξουν 'Ρίχτο Ηλία' ή να με πουν με το κανονικό μου όνομα. Όλοι με λένε Μάκη. Δεν ξέρουν πώς με λένε”.
Μισή ώρα μετά θα μου ανέλυε καρέ-καρέ τη σκηνή. Στο τέλος της περιγραφής θα έκανε μια παύση 15-20 δευτερόλεπτα, επειδή θα είχε βουρκώσει και επειδή αυτή η σιωπή θα ήταν άπειρα πιο επεξηγηματική από τις λέξεις.
Με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης 'Μαντζουράνα στο Κατώφλι, Γάιδαρος στα Κεραμίδια' την Παρασκευή 1/11 (σ.σ. η 'Μαντζουράνα' γράφτηκε το '78 και ανέβηκε πρώτη φορά το '80), ο Γιώργος Αρμένης ανοίγει το μυαλό του και αφήνει να πετάξουν ιστορίες που ακούγονται πιο συγκλονιστικές κι απ' το τι πραγματικά έγινε στο μονοπλάνο του 'Ρίχτο Ηλία'. Ιστορίες που δεν χωράνε κάτω από ερώτηση.
Είναι η 'Μαντζουράνα' πιο επίκαιρη το 2013 απ' ό,τι το 1978;
“Δεν θα ήθελα να είναι τόσο τραγικά επίκαιρη, αλλά φαίνεται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Γράφτηκε σε μια εποχή που είχαμε περάσει τη χούντα και όσα δεινά είχαν υπάρξει νωρίτερα. Σήμερα που ξανάπιασα το έργο, είδα ότι έχει όλη αυτή τη φρεσκάδα της νιότης μου, απλά πρόσθεσα κάποια πιο σύγχρονα στοιχεία, με μια ποιητική διάσταση και χωρίς να πω ονόματα. Δεν μ' αρέσουν αυτές οι φτήνιες και δεν τις ξέρω για να τις κάνω κιόλας. Ελπίζω ότι θα αρέσει και ότι θα πάει καλά”.
Διάβασα να λέτε ότι πρόκειται για μια επιθεώρηση που ηρεμεί το θεατή, που λειαίνει τις άγριες γωνίες.
“Ο θεατής έρχεται με πόνο σε αυτήν την παράσταση λόγω της κρίσης και των συνθηκών και η 'Μαντζουράνα', σαν ένα μπάλσαμο, του γαληνεύει αυτόν τον πόνο. Η 'Μαντζουράνα' ήταν ευαγγέλιο για τους επόμενους από μένα. Στηρίχτηκαν πολλοί πάνω της”.
***
“Ήμουν πολύ νέος, στρατιώτης, και με πήραν από την Τρίπολη με μια τεράστια χλαίνη και κρύο κακό, και με πήγαν στη Ζάκυνθο νύχτα, με κάτι φορτηγά James για να φυλάξω σκοπιά πριν τις εκλογές του γέρου Παπανδρέου. Είχα ένα κρύωμα και έβηχα πολύ στη σκοπιά. Φοβόμουν, ήταν νύχτα σε ένα έρημο σχολείο. Είδα μια σκιά και τρόμαξα, έπρεπε να πω “'Αλτ, τις ει;”, αλλά δεν είπα τίποτα. Τελικά, βλέπω μια γιαγιά που μου λέει 'Αγόρι μου άκουσα το βήχα σου και σου έφτιαξα ένα τσαγάκι με μέλι'. Και μου το φέρνει και ήταν μπάλσαμο. Το ήπια και χαλάρωσα.
Αυτό ακριβώς θα πει λειαίνω τις γωνίες”.
***
Σας θυμάστε όταν γράφατε το έργο; Δεν είχατε και πολλά χρόνια στην Αθήνα. (σ.σ. ο Γιώργος Αρμένης γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό στα Γιάννενα)
“Πάντα ήμουν παλαβός. Έπαιρνα το μολύβι και έγραφα και έβγαινε σε τέσσερις κόλλες από κάτω από τη δύναμη και τη μανία μου. Έτσι γράφω πάντα και έτσι παίζω, με μια αλήθεια που πηγάζει από μέσα μου. Στο γράψιμο όλο το σώμα παίζει και γράφει, το ζει. Όποιος γράφει κόβει κομμάτια από τον εαυτό του. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Είναι πληγές, πράγματα που με πονάνε, αλλά εδώ μέσα είναι όλα (σ.σ. μου δείχνει την καρδιά) και στον ωραιότατο σκληρό δίσκο (σ.σ. μου δείχνει το κεφάλι)”.
Ήρθατε στην Αθήνα για να γίνετε ηθοποιός ή δεν είναι τόσο κινηματογραφικά απλά τα πράγματα;
“Χιλιάδες άνθρωποι, τη δεκαετία του '60, αναγκαστήκαμε να ξεριζωθούμε από τα χωριά μας. Δεν υπήρχαν δρόμοι, υποδομές, οι άνθρωποι πέθαιναν εύκολα από αρρώστιες κι έτσι κι εγώ ως εσωτερικός μετανάστης μετοίκησα στην Αθήνα".
"Άλλαξα πολλά επαγγέλματα. Από μπακαλόγατος μέχρι μαραγκός, εμποροϋπάλληλος, πήγα στα καράβια, ταξίδεψα όλο τον κόσμο. Όλα αυτά ήταν ένα υπέροχο υλικό για μένα όταν βγήκα στο θέατρο”
***
“Στις Απόκριες οι ντόπιοι έκαναν πολλά δρώμενα στο χωριό μου. Μια φορά πέρασε ένα μπουλούκι και με πήρε μια θεία μου και το είδαμε για 6 αυγά. Ούτε ξέρω ποιοι ήταν, αλλά είδα τα σκετσάκια τους, τα λουξ φώτα και μαγεύτηκα τόσο πολύ που για βράδια έβλεπα την παράσταση στον ύπνο μου. Ερχόμενος στην Αθήνα άρχισα πάλι να βλέπω κινηματογράφο κι έτσι ποτίστηκε όλο αυτό μέσα μου. Γύρισα από τα καράβια και είπα θα κάνω θέατρο"
***
Και κάπου εκεί τελειώνουν τα δύσκολα χρόνια.
“Από εκεί κι έπειτα, άρχισα να ζω με μια αξιοπρέπεια που με είχαν κάνει να τη χάσω".
Δεν έχαιρα εκτίμησης από τον κύκλο μου στο χωριό. Δεν είχα καμία παιδεία. Το δημοτικό είχα τελειώσει.
"Έδωσα στα ταλέντα και πέρασα στον Κουν. Από τότε απαρνήθηκα τα πάντα, ακόμα και τη μάνα μου που πήγαινα σπάνια να τη δω”.
Φαντάζεστε καθόλου τη ζωή σας χωρίς τη γνωριμία με τον Κουν;
“Πριν από αυτήν τη γνωριμία, δεν είχα πατέρα. Μεγάλωσα μόνος και σε μια περιφρόνηση που με είχε πληγώσει πάρα πολύ. Αλλά ακόμα κι αυτά τα έπλασα με τη φαντασία μου ζαχαρωτά και τα έκανα ωραία πράγματα. Ακόμα και τις βρισιές και τη λέξη 'μπάσταρδος' που με κυνηγούσε μια ζωή".
"'Το μπαστί', έτσι με λέγανε και ήταν κάτι που με πλήγωνε. Και εμένα και την μητέρα μου".
"Η στιγμή που κατέβηκα εκείνα τα 19 μαρμάρινα σκαλιά στο Θέατρο Τέχνης και συνάντησα τον Κουν ήταν απ' τις πιο ωραίες που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Καταγοητεύτηκα, τον έβλεπα να με κοιτάει με μια λαχτάρα και να μου λέει ότι θέλει να συνεργαστούμε. Κάτι είδε σε μένα και όταν έβλεπε κάτι, δινόταν με όλη την ψυχή του να σε διαμορφώσει”.
***
“Μια φορά είχε βρεθεί και ο Χατζηδάκις στη σχολή και μου λέει 'Γιωργάκη να γίνεις ένα ζυμαράκι και να αφεθείς στα χέρια του Καρόλου'. Και του λέει ο Κουν, 'Δεν χρειάζεται, έχει ήδη αρχίσει να πλάθεται'. Αφέθηκα. Τον κοίταζα στα μάτια, τον λάτρεψα, ήταν για μένα τα πάντα. Και μην έχοντας πατέρα, υπήρξε και πατέρας μου”.
***
Ποιους ηθοποιούς είχατε ψηλά τότε;
"Τον Γιώργο Φούντα και τον Κώστα Κακκαβά. Με τον Φούντα είχαμε έρθει πολύ κοντά. Ερχόταν στην παράσταση και με έσφιγγε με δύναμη, μου έλεγε 'Λεβέντη μου!'. Με τον Κώστα μια φορά γνωριστήκαμε, δεν τον έχω ξαναδεί από τότε.
Εκείνη την εποχή, άρχισα να βλέπω Μπέργκμαν. Εκεί τρελάθηκα. Είδα τις 'Άγριες Φράουλες' και είπα εδώ κάτι γίνεται. Την έχω δει δέκα φορές. Μετά δεν έχασα κανένα έργο του Μπέργκμαν".
~~~
Είστε αυστηρός δάσκαλος;
“Δεν είμαι ακριβώς αυστηρός, απλά πρέπει κανείς να κρατάει μια απόσταση. Σέβομαι και αγαπάω το μαθητή, αλλά θέλω την ίδια απόσταση και από εκείνον απέναντί μου”.
Τους φωνάζετε;
“Ναι, βάζω πολύ τις φωνές όταν λείπουν ή αναλώνονται σε πολύ εύκολα πράγματα. Εγώ έβγαλα όλη τη σχολή τρώγοντας πατάτες -τότε είχαν βγει οι πατάτες στην Ομόνοια σε σακουλάκια- πρηζόμουν,τουμπάνιαζα, αλλά δε με πείραζε. Ούτε οι συμμαθητές μου είχαν την πολυτέλεια να τρέξουμε να πιούμε φρέντο, να κουβεντιάσουμε, να πιούμε ποτά".
"Τρία χρόνια θέλει. Να πιστέψει στον εαυτό του ο μαθητής, να πει 'θα φτάσω εκεί και ας αργήσω, θα πάω'".
"Αυτό είπα από μέσα μου. 'Θέλω πια να γίνω ηθοποιός, να βγω στη σκηνή', δεν άφηνα τον εαυτό μου να φύγει, να αναλωθεί. Και καμιά κοπελιά που είχα σπάνια με έβλεπε”.
Έχετε χαλαρώσει πια;
“Γιατί να χαλαρώσω; Δεν μπορώ. Μόλις πεθάνω θα χαλαρώσω”.
Πού κάθεται η διαχρονική κουβέντα για το ταλέντο και τη δουλειά, στο μυαλό σας; Μπορεί ένας μη ταλαντούχος, αλλά εργατικός ηθοποιός να λάμψει ή καθορίζονται όλα απ' το ταλέντο τελικά;
“Έχει χυθεί πολύ νερό σε αυτόν το μύλο. Νομίζω ότι το ταλέντο είναι μια μικρή καρδούλα που χτυπάει μέσα σου και σε τραβάει προς τα κει. Είτε το θες είτε όχι, θα βρεθείς προς εκεί. Το ταλέντο είναι παντού, μπορεί να το έχει κι ένας τσαγκάρης ή ένας φούρναρης ή ένας γλύπτης. Απλά με το θέατρο ειδικά νομίζω ότι κάτι ΠΡΕΠΕΙ να σε τραβάει προς τα κει. Μετά διαβάζεις και το καλλιεργείς".
"Αν δεν το έχεις, θα μείνεις ένας ηθοποιός μανιτζέβελος για διάφορα πράγματα. Το θέατρο δεν έχει ανάγκη μόνο τους πρωταγωνιστές, όλοι έχουν τη θέση που τους αναλογεί”.
~~~
Θέλω απ' την αρχή να ρωτήσω αν ο Μάκης Τσετσένογλου με τα βαριά λαϊκά, με το τσιγάρο, με το ψυχεδελικό ζεϊμπέκικο, είναι κάτι σαν alter ego σας, αλλά προτιμώ να μου πείτε αν είναι απλά ό,τι καλύτερο παίξατε ποτέ.
“Θυμάμαι ακόμη τη μέρα που ο Παντελής Βούλγαρης με πήρε τηλέφωνο για να πιούμε έναν καφέ εδώ από κάτω, στην πλατεία (σ.σ. Εξαρχείων) και μου πρότεινε το ρόλο. Δεν είχα την πολυτέλεια να βρεθώ σε σκυλάδικα και μπουζούκια στη ζωή μου, αν και το σκυλάδικο θα μου πήγαινε περισσότερο. Του είπα αμέσως το ναι. Λατρεύω τον Βούλγαρη, τον Αγγελόπουλο, τον Σμαραγδή, τον Τάσο Ψαρρά γιατί μου έμαθαν πώς να στέκομαι μπροστά από μια κάμερα”.
***
“Όταν πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, ο Παντελής με πήγε σε διάφορα σκυλάδικα. Άρχισε λοιπόν να με γοητεύει το φάλτσο, η αγριάδα, τα πιάτα, η νύχτα, οι γυναίκες με τα βαριά αρώματα. Άρχισα να μπαίνω σε αυτό".
"Όταν μπήκα για τα καλά, φώναξα τον Παντελή και του ζήτησα να μην με ενοχλήσει κανείς την ώρα που παίζω, εκτός από αυτόν. Καθόμουν σε μια καρέκλα και δεν σηκωνόμουν καθόλου".
"Δεν κάπνιζα και δεν καπνίζω και είχα τα μάρλμπορο κοντά μου για να μαστουρώνω κι έτσι μπόρεσα να φέρω τον σκυλά στον εαυτό μου. Μπήκα στο ρόλο και έβγαλα αυτό το πράγμα. Δεν ήταν εύκολο, δεν ήταν κάτι δικό μου. Πήρα το βραβείο στη Θεσσαλονίκη και με πήραν τα κλάματα. Δεν είχα σχέση με τον Μάκη, αλλά την απέκτησα”.
***
Πόσες φορές γυρίστηκε η σκηνή του 'Ηλία Ρίχτο';
“Μία φορά. Δεν θα μπορούσε περισσότερες, αφού γκρεμιζόταν το Βιετνάμ”.
Και πώς έγινε όλο αυτό με τη μία;
“Είμαστε ξενύχτηδες δύο μέρες. Έχουμε κάτσει δύο βράδια για να δούμε ακριβώς πότε ξημερώνει, τι ώρα βγαίνει ο ήλιος. Όταν στήθηκαν οι μηχανές, είχαμε κάνει πέντε πρόβες, αλλά ήξερα ό,τι πρέπει να γυριστεί με τη μία, είχα αυτή την ευθύνη πάνω μου. Είχα μάθει τα πάντα, απλά έτρεμε λίγο το χέρι μου από την κούραση. Ηθελημένα και έξυπνα ο Παντελής με κράτησε δυο μέρες ξύπνιο. Ήθελε να βγει η κούραση στα μάτια, το πρόσωπο να κρέμεται.
Υπέγραψα την επιταγή, έριξα πάνω μου ουίσκι -αν και είχαμε ήδη ρίξει οινόπνευμα γιατί το ουίσκι δεν έπιανε- και προχωρώντας στο βάθος άρχισα να καίγομαι κανονικά".
"Είχε καεί το παντελόνι, τα μαλλιά μου, και στο τέλος, μόλις είπε cut ο Παντελής, σταμάτησα, έπεσα κάτω, με σηκώσανε και με πήραν τα κλάματα".
"Ήταν μια υπέροχη στιγμή για όλο το συνεργείο. Για μένα που τη ζούσα πιο δυνατά, ήταν... Δεν μπορώ να τα περιγράψω, μπορεί να με πάρουν τα κλάματα”.
(παύση)
Θα μπορούσε η ζωή σας να γίνει ταινία;
“Την έχω γράψει στα θεατρικά μου έργα, είμαι μέσα σε όλα. Έχω γράψει κι ένα μυθιστόρημα, τη 'Μυρωδιά από Χώμα' που έχει τέσσερις βαρβάτες ταινίες κρυμμένες μέσα του. Δεν το έχουν εκτιμήσει ακόμα οι σκηνοθέτες.
Στο βιβλίο, ο εαυτός μου κάθεται πάντα στη σκιά, γιατί μ' αρέσει, δεν μπορώ στον ήλιο, στο φως. Το φως καίει, μ' αρέσει το απαλό πράγμα”.
Δεν μου κάνετε για σκοτεινός τύπος.
“Δεν είμαι, καθόλου. Είμαι εξωστρεφής, παρορμητικός. Δεν μου αρέσουν οι σκοτεινοί άνθρωποι ούτε αυτοί που το σκαλίζουν πολύ και θέλουν χρόνο για να πάρουν μια απόφαση”.
Έχετε κάποια θεωρία για τον χρόνο;
“Ο χρόνος είναι ανελέητος. Θα πρέπει να τον αγαπήσουμε αφού μας ταξιδεύει καλά μέχρι τα γηρατειά. Μας σπουδάζει, μας κάνει πιο σοφούς, πιο ανθρώπινους. Πρέπει να συμβιβαστείς μαζί του κάποια στιγμή”.
Η παράσταση 'Μαντζουράνα στο Κατώφλι, Γάιδαρος στα Κεραμίδια' κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 1 Νοεμβρίου στο Νέο Ελληνικό Θέατρο (Σπύρου Τρικούπη 34 & Κουντουριώτου, Εξάρχεια).
Ημερομηνία δημοσίευσης : 3 Νοε 2013
Πηγή

ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΤΡΕΛΟ ΓΑΙΔΟΥΡΙ WEB RADIO ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ : http://trelogaidouri.listen2myradio.com/
Πηγή


ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΤΡΕΛΟ ΓΑΙΔΟΥΡΙ WEB RADIO ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ : http://trelogaidouri.listen2myradio.com/
0 σχόλια: