Η ταινία που μάγεψε το κοινό της Γαλλίας, αποτυπώνοντας στην οθόνη την πιο προκλητική και γοητευτική προσωπικότητα του σύγχρονου πολιτισμού της, θ’ αποτελέσει την Επίσημη Πρεμιέρα του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2010 και θα βγει στους κινηματογράφους στις 22 Απριλίου από την εταιρεία κινηματογραφικής διανομής
Filmopolis.
Ενσωματώνοντας τα καλύτερα στοιχεία από τις ταινίες «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» και «Αμελί», η ταινία «Gainsbourg» του Ζοάν Σφαρ αποτελεί μια πρωτότυπη προσέγγιση της προσωπικότητας μιας από τις σπουδαιότερες ανατρεπτικές φιγούρες του γαλλικού πολιτισμού: του διάσημου και κακόφημου Σερζ Γκενσμπούργκ (Ερίκ Ελμοσνινό), με την υπογραφή ενός από τους πιο δημοφιλείς εκπροσώπους των γραφικών τεχνών στην εποχή μας και της ομάδας που δημιούργησε το μαγικό κόσμο του «Λαβύρινθου του Πάνα».
Συντελεστές
Παραγωγή Μαρκ ντι Πονταβιτσέ, Ντιντιέ Λιπφέρ
Σκηνοθεσία – Σενάριο Ζοάν Σφαρ
Φωτογραφία Γκιγιόμ Σίφμαν
Μοντάζ Μαριλίν Μοντιέ
Μουσική Ολιβιέ Νταβιό
Ηχος Ντανιέλ Σομπρινό
Σκηνικά Κριστιάν Μαρτί
Κοστούμια Πασκαλίν Σαβάν
Πρωταγωνιστούν Ερίκ Ελμοσνινό, Λούσι Γκόρντον, Λετίσια Κάστα, Νταγκ
Τζόουνς, Αννα Μουγκλαλίς, Μιλέν Ζαμπανουά, Σάρα Φορεστιέ, Γιολάντ Μορό
Διάρκεια 130’
Διανομή Filmopolis
www.gainsbourg-lefilm.com
www.gainsbourgfilm.com
Σύνοψη
Η ταινία διηγείται τη διασκεδαστική και απίστευτη ιστορία του θρύλου της μουσικής, Σερζ Γκενσμπούργκ και της διάσημης «Φάτσας» του. Ένα μικρό εβραιόπουλο τριγυρνά στο Παρίσι ανάμεσα στα πόδια του Γερμανού κατακτητή. Αργότερα, ένας νεαρός, συνεσταλμένος ποιητής (Ερίκ Ελμοσνινό) εγκαταλείπει τους πίνακες και το δωμάτιό του κάτω από τις γραφικές στέγες της πόλης για να θαμπώσει τα πλήθη των κλαμπ στα Swinging Sixties. Μια ζωή στα όρια, όπου πλάσματα της φαντασίας του ήρωα παίρνουν μορφή στην οθόνη με ευρηματικό τρόπο και ο ανατρεπτικός χαρακτήρας του ζευγαρώνει με τα ερωτικά του σκάνδαλα που προκάλεσαν θραύση στη Γαλλία για δεκαετίες. Από αυτά τα στοιχεία γεννιέται ένα σπουδαίο έργο, με πρωταγωνιστή μια ιδιοφυία και πραγματικό επαναστάτη που κυριολεκτικά αναστατώνει ολόκληρο τον κόσμο μέχρι να κλείσει τα μάτια, το 1991, στα 62 του χρόνια. Η Λετίσια Κάστα κρατά το ρόλο της Μπριζίτ Μπαρντό, η Μιλέν Ζαμπανουά υποδύεται την τελευταία ερωμένη του Γκενσμπούργκ, την Μπαμπού, η Αννα Μουγκλαλίς μεταμορφώνεται στην τραγουδίστρια Ζουλιέτ Γκρεκό, που συνεργάστηκε με τον
Γκενσμπούργκ για χρόνια.
Η Ιστορία
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα μικρό αγόρι, ο Λουσιέν, περιδιάβαινε τους δρόμους του Παρισιού,
επιδεικνύοντας περήφανα το μισητό κίτρινο αστέρι στο πέτο του. Βρισκόμαστε στο 1941. Όταν
συναντά τα ναζιστικά στρατεύματα, το αγόρι με τους Ρωσσο-εβραίους γονείς και την παιχνιδιάρικη
λάμψη στα μάτια τραγουδάει τη Μασσαλιώτισσα, παρότι δεν ξέρει καλά τα λόγια. Κι ύστερα κάτι κάνει το μικρό Λουσιέν να σταματήσει – η αντισημιτική προπαγάνδα παρουσιάζει την καρικατούρα ενός Εβραίου. Εχει μια άσχημη φάτσα που του μοιάζει επικίνδυνα πολύ. Η φάτσα του είναι κολλημένη στους τοίχους ώστε όλοι να τη βλέπουν και να τη χλευάζουν. Θέλει να το βάλει στα πόδια ή να σβήσει την γκροτέσκα φιγούρα, αλλά δεν το κάνει. Η καρικατούρα ξαφνικά ζωντανεύει, ξεπηδά από τον τοίχο κι αρχίζει να ακολουθεί το αγόρι. Από εκείνη τη στιγμή, η φάτσα δε θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Θα γίνει η σκιά του, η κατάρα του, η έμπνευση και η συντροφιά του, το alter-ego του. Αν και ακόμα δεν το ξέρει, ο μικρός Λουσιέν κάποια μέρα θα γίνει διάσημος ως Σερζ Γκενσμπούργκ. Αυτή η ιστορία αφηγείται τη ζωή ενός ήρωα. Μιλά για ένα αγόρι που περιφέρεται στο Παρίσι της κατοχής εξαπολύοντας λέξεις σα να βάζει λουλούδια στην κάνη ενός όπλου.
Είναι μια ιστορία για την κατάκτηση. Ενας παθιασμένος εραστής, παρά την αντίξοη όψη του, καταφέρνει να προσελκύσει τη μυθική Μπριζίτ Μπαρντό (Λετίσια Κάστα) στο κρεβάτι του, ν’ αποπλανήσει την Τζέιν Μπίρκιν φορώντας εσώρουχο στα χρώματα της γαλλικής σημαίας, και να συνοδεύσει τη Ζουλιέτ Γκρεκό (Αννα Μουγκλαλίς) σ’ ένα βαλς που διαρκεί μέχρι το ξημέρωμα. Όλα αυτά τα γυναικεία είδωλα, ανεξαιρέτως, τραγουδούν τα παρανοϊκά ποιήματα που γράφει γι’ αυτές.
Είναι μια ιστορία για μονομαχίες. Η πιο επικίνδυνη απ’ όλες στρέφει τον Γκενσμπούργκ ενάντια στο alter-ego του, τη Φάτσα, έναν αποστεωμένο, πανούργο άνθρωπο / μαριονέτα που φθονεί τους έρωτες του Σερζ και του θυμίζει ξεχασμένες ταπεινώσεις κάθε στιγμή που πάει να γευτεί την ευτυχία.
Η Φάτσα είναι ένας άθλιος γελωτοποιός, πανταχού παρών για να ενισχύει και να εμποδίζει τη δημιουργικότητά του, για να στοιχειώνει τις νύχτες του ποιητή / τραγουδιστή και ποτέ να μην του επιτρέπει να ησυχάσει.
Είναι μια ιστορία όπου ο Γκενσμπούργκ μεταμορφώνεται από άφραγκος ζωγράφος στο αστέρι της γαλλικής ποπ μουσικής σκηνής. Τα τραγούδια του ελέγχουν τα ινία της αφήγησης, ώστε μια στρουμπουλή σύζυγος να μετατρέπεται σε Hippopodame (Κυρία Ιπποπόταμου) και μια παθιασμένη βραδιά μοιχείας να ανάγεται σε παγκόσμια επιτυχία, με το «Je t’ aime, moi non plus» (Σ’ αγαπώ, Ούτε κι εγώ).
Για να μάθει, λοιπόν, κανείς, την ιστορία αυτού του άρχοντα της πρόκλησης, του πλανευτή των λέξεων και των γυναικών, του συνεσταλμένου αλλά αχόρταγου τυχοδιώκτη, πρέπει να εναλλάσσει την πρόζα με τους ελεύθερους στίχους και να βυθιστεί στο Παρίσι των Swinging Sixties για να γίνει κοινωνός μιας ιστορίας τόσο αυθάδικης, όσο και τα ρίσκα που οδήγησαν τον μικρό Λουσιέν στο να γίνει ο Σερζ Γκενσμπούργκ.
Ένα Ηρωικό Χρονολόγιο
2 Απριλίου 1928 Γεννιέται στο Παρίσι ο Λουσιέν Γκίνσμπουργκ, γιος του Γιόζεφ Γκίνσμπουργκ και της Ολγκα Μπέσμαν, Ρωσω-εβραίων που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους με το ξέσπασμα της Επανάστασης το 1917. Μαζί γεννιέται και η δίδυμη αδελφή του, Λιλιάν.
1946 Ξεκινά μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι και σκοπεύει να γίνει ο νέος Γκόγια. Παράλληλα ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του και δουλεύει παίζοντας πιάνο σε τζαζ μπαρ.
3 Νοεμβρίου 1951 Παντρεύεται τη Λίζε Λεβίτσκι, χωρίζουν το 1957.
1954 – 1957 Ο Γκενσμπούργκ αρχίζει να συνθέτει δικά του τραγούδια και να γράφει τους στίχους – τα περισσότερα απ’ αυτά τα δίνει στις διάσημες τραβεστί του καμπαρέ «Chez Madame Arthur».
1958 Αποκηρύσσει τη ζωγραφική, καταστρέφει όλους του τους πίνακες, γνωρίζει τον Μπορίς Βιάν και αφοσιώνεται στη μουσική. Κυκλοφορεί το πρώτο άλμπουμ του, «Du Chant À La Une!» που περιλαμβάνει το κλασικό, πια, τραγούδι «Le Poinçonneur des Lilas». Οι στίχοι περιγράφουν μια μέρα στη ζωή ενός υπαλλήλου του Μετρό του Παρισιού, ο οποίος τρυπά τα εισιτήρια των επιβατών. Η δουλειά του είναι τόσο μονότονη που σκέφτεται να κάνει μια τρύπα στο δικό του κεφάλι.
Δεκαετία 1960 Εγκαταλείπει τα παλιομοδίτικα τραγούδια του Μπορίς Βιάν και την τζαζ και γράφει
ποπ επιτυχίες για ονόματα όπως η Ρεζίν, η Δαλιδά, η Μάριαν Φέιθφουλ, η Μπαρμπαρά και η Πετούλα Κλαρκ.
1961 Κερδίζει σε δημοτικότητα, ο χώρος της τέχνης τον λατρεύει όσο η κριτική τον αντιμετωπίζει
αμήχανα ή επιθετικά. Δίνει παραστάσεις στο Olympia, ως προσκεκλημένος πρώτα του Ζακ Μπρελ κι έπειτα της Ζουλιέτ Γκρεκό.
7 Ιανουαρίου 1964 Παντρεύεται τη Φρανσουάζ-Αντουανέτ «Μπεατρίς» Πανκράτσι, με την οποία κάνει δύο παιδιά – τη Νατάσα και τον Πολ. Χωρίζουν το 1966
1965 Το τραγούδι του «Poupée de Cire, Poupée de Son» είναι η συμμετοχή του Λουξεμβούργου στο διαγωνισμό της Eurovision. Ερμηνεύει η έφηβη Φρανς Γκαλ και το τραγούδι παίρνει την πρώτη θέση! Την ίδια χρονιά, η 17χρονη Φρανς Γκαλ τραγουδά ένα ακόμα τραγούδι του Γκενσμπούργκ, το «Les Sucettes» - Τα Γλιφιτζούρια. Με στίχους που γεμάτοι αθωότητα παραπέμπουν στο στοματικό έρωτα (χωρίς η νεαρή τραγουδίστρια να το έχει καταλάβει), το τραγούδι προκαλεί σκάνδαλο στη Γαλλία και αναχαιτίζει την καριέρα της Γκαλ για αρκετά χρόνια.
1967 Ζει ένα σύντομο αλλά παθιασμένο έρωτα με την Μπριζίτ Μπαρντό, στην οποία αφιερώνει το άλμπουμ Initials BB και το ομότιτλο τραγούδι. Για εκείνη γράφει τα «Harley Davidson», «Comic Strip» και το περίφημο ντουέτο «Bonnie and Clyde». Η Μπαρντό, στο απόγειο της δόξας της, ποζάρει πάνω σε μια Harley ή ντύνεται σα φιλενάδα ενός γκάνγκστερ στο «Show Bardot», τον Ιανουάριο 1968 και σφραγίζει με την εικόνα του Γκενσμπούργκ την αιωνιότητα.
1968 Ερωτεύεται την πολύ νεώτερή του Αγγλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιό Τζέιν Μπίρκιν, την οποία γνωρίζει στα γυρίσματα της ταινίας «Slogan». Η Μπίρκιν θυμάται το πρώτο τους ραντεβού – την πήγε πρώτα σε ένα μπαρ, μετά σε ένα κλαμπ με drag show και μετά στο Ξενοδοχείο Hilton, όπου εκείνος λιποθύμησε από το ποτό. Παντρεύονται λίγο καιρό μετά. Το 1971 αποκτούν μια κόρη, την ηθοποιό και τραγουδίστρια Σαρλότ Γκενσμπούργκ. Η Μπίρκιν τον εγκαταλείπει το 1980.
1969 Κυκλοφορεί το «Je t’ aime… moi non plus», με ερωτικούς .στίχους και έναν ηχογραφημένο
γυναικείο οργασμό. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε αρχικά με τον Γκενσμπούργκ και την Μπριζίτ Μπαρντό αλλά όταν η BB φοβήθηκε την αντίδραση του συζύγου της πολυεκατομμυριούχου Γκούντερ Ζακς, ηχογραφήθηκε ξανά με την Τζέιν Μπίρκιν στη θέση της. Παρότι ο Γκενσμπούργκ το χαρακτήρισε ως «το απόλυτο ερωτικό τραγούδι», στη Γαλλία θεωρήθηκε υπερβολικά προκλητικό, σε πολλές χώρες απαγορεύτηκε και το Βατικανό το κήρυξε επίσημα προσβλητικό. Ωστόσο, το τραγούδι έμεινε στην ιστορία ως το διασημότερο του δημιουργού του και διασκευάζεται ακόμα.
Δεκαετία 1970 Πειραματίζεται με τη ροκ μουσική και με τη ρέγκε.
1971 Κυκλοφορεί το concept άλμπουμ «Histoire de Melody Nelson», σε παραγωγή Ζαν-Κλοντ Βανιέρ και με θέμα έναν απαγορευμένο έρωτα με μια λολίτα. Η επίδραση του άλμπουμ είναι εμφανής σε καλλιτέχνες όπως οι Air, David Holmes, Jarvis Cocker, Beck και Dan the Automator.
1973 Παθαίνει το πρώτο του έμφραγμα, ενώ δεν παύει να εμφανίζεται σε μπαρ και στην τηλεόραση
καπνίζοντας και πίνοντας ακατάπαυστα.
1975 Κυκλοφορεί το άλμπουμ «Rock Around the Bunker», με θέμα το ναζισμό.
1978 Ηχογραφεί στη Τζαμάικα το «Aux Armes et cetera», μια ρέγκε διασκευή της Μασσαλιώτισσας. Λόγω του τραγουδιού ο Γκενσμπούργκ δέχεται δολοφονικές απειλές από τους δεξιούς βετεράνους του πολέμου της Αλγερίας. Ο Μπομπ Μάρλεϊ εξαγριώνεται όταν μαθαίνει ότι η γυναίκα του, Ρίτα, τραγουδά ερωτικούς στίχους. Λίγο αργότερα ο Γκενσμπούργκ αγοράζει το πρωτότυπο χειρόγραφο της Μασσαλιώτισσας και απαντά στους επικριτές του λέγοντας ότι η δική του εκδοχή είναι η πιο πιστή στις προθέσεις του πρωτότυπου.
1979 Επιστρέφει, μετά από χρόνια αποχής, στις live εμφανίσεις, στο Palace, όπου αποθεώνεται.
Δεκαετία 1980 Πάντα σε επικοινωνία με την εποχή του, βυθίζεται στην electronica. Ταυτόχρονα, επεκτείνεται σε νέα πεδία, εκδίδοντας το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ευγένιος Σόκολοφ». Εκφράζει τον πόνο του για το χωρισμό του από την Μπίρκιν γράφοντας το άλμπουμ « Souviens-toi de m'oublier» για την Κατρίν Ντενέβ, το οποίο περιέχει το κλασικό «Dieu est un fumeur de havanes» και γίνεται μεγάλη επιτυχία. Λίγο μετά γράφει ένα άλμπουμ για την Ιζαμπέλ Ατζανί και, παράλληλα, το «Baby Alone in Babylone» μία από τις ωραιότερες δουλειές του για την Μπίρκιν.
1984 Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη και μέσα σε μια εβδομάδα ηχογραφεί το «Love on the Beat», το πιο επιτυχημένο, εισπρακτικά, άλμπουμ του, που περιέχει το τραγούδι – πέτρα του σκανδάλου «Lemon Incest» που τραγουδά με την κόρη του, Σαρλότ.
Μάρτιος 1984 Σε μια από τις τακτικές του εμφανίσεις, κατά τη δεκαετία του ‘80, στην τηλεόραση, όπου εμφανίζεται αξύριστος και μεθυσμένος, παρανομεί καίγοντας μπροστά στην κάμερα ένα χαρτονόμισμα των 500 φράγκων, διαμαρτυρόμενος για την υψηλή φορολόγηση.
1986 Με την τελευταία του σύντροφο Μπαμπού (Καρολάιν φον Πάουλους) αποκτά τον γιο του
Λουσιέν, ή Λουλού.
Απρίλιος 1986 Καλεσμένος στη ζωντανή δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή του Μισέλ Ντρουκέρ, μαζί
με την Γουίτνι Χιούστον αναφωνεί προς την τραγουδίστρια «I want to fuck her!»
Δεκέμβριος 1988 Μέλος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Val d’Isere και κάνοντας μια παρουσίαση σε κατάμεστη αίθουσα, μεθυσμένος, αρχίζει να αφηγείται μία ιστορία που περιλαμβάνει την Μπριζίτ Μπαρντό κι ένα μπουκάλι σαμπάνιας αλλά πριν την ολοκληρώσει λιποθυμά. Από τότε η υγεία του ολοένα και χειροτερεύει.
1990 Γράφει ένα άλμπουμ για την πρωτοεμφανιζόμενη Βανέσα Παραντί, με την τεράστια επιτυχία
«Joe le Taxi».
2 Μαρτίου 1991 Ο Σερζ Γκενσμπούργκ πεθαίνει από έμφραγμα. Η ταφή του γίνεται στο εβραϊκό τμήμα του Νεκροταφείου του Μονπαρνάς, στο Παρίσι και η κηδεία του σταματά όλη την κίνηση στην πόλη. Την τελετή ανοίγει η Κατρίν Ντενέβ, διαβάζοντας τους στίχους από το «Fuir le bonheur de peur qu'il ne se sauve». Ο τότε Πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν λέει «Ηταν ο δικός μας Μποντλέρ, ο δικός μας Απολινέρ. Ανήγαγε το τραγούδι σε μορφή ύψιστης τέχνης.» Το σπίτι του, στην οδό Βερνέιγ είναι ακόμα καλυμμένο με γκράφιτι και ποιήματα αγάπης και θαυμασμού. Οι στίχοι του διδάσκονται στα σχολεία σε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας.
Πηγη:newstime.gr
0 σχόλια: