Το ποτό από αυτόν τον κακοτράχαλο –και άπαρτο, όπως εμμένουν οι Σκοτσέζοι– τόπο έχει πλέον κατακτήσει την υφήλιο. Η πορεία του, όμως, έμοιαζε εξαρχής ταγμένη από τη μοίρα στη δημιουργία ενός μύθου.
Οι Αμερικανοι και οι Γάλλοι θα συνεχίσουν να παραγγέλνουν κι ας μην έχουν πολλά λεφτά. Οπως θα παραγγέλνουν και οι αγορές που αναδύθηκαν την τελευταία επταετία (π.χ. Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία).
Και, φυσικά, ο πιο νέος πελάτης: Η απέραντη Κίνα.
Ο ετήσιος κύκλος εργασιών του σκοτσέζικου ουίσκι, που σήμερα υπολογίζεται σε 6,2 δις ευρώ περίπου, αναμένεται να γνωρίσει ασύλληπτη ετήσια αύξηση μέσα στην επόμενη τριετία. Κι όπως είναι φυσιολογικό, τεράστια νέα επενδυτικά προγράμματα οργανώνονται στη Σκοτία προκειμένου η παραγωγή να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
Ομως, παρά τους ιλίγγους που προκαλούν τα οικονομικά μεγέθη, το ίδιο το ουίσκι εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερη σημασία για το σύγχρονο άνθρωπο ως «αγαθό παγκόσμιας πια πολιτισμικής κληρονομιάς» παρά ως «γιγαντιαίος διεθνής οικονομικός πόλος». Από τον επιδεικτικό ξερόλα μέχρι τον διακριτικό connoisseur.
προσφερει σε όλους μια ανεξάντλητη γκάμα θεμάτων συζήτησης (για το ίδιο το ουίσκι φυσικά). Εύλογα αναρωτιέται κανείς μήπως τελικά πολλοί επιλέγουν να το πίνουν επειδή τους προσφέρει τη δυνατότητα να μιλούν τόσο πολύ γι' αυτό. Επειδή, δηλαδή, χαίρονται περισσότερο τους κοινωνικούς δεσμούς που μια συζήτηση για το ουίσκι δίνει τη δυνατότητα να επιτευχθούν, με γρήγορο, εύκολο, ανώδυνο και ευθύ τρόπο.
Το γεγονός αυτό καθιστά το ουίσκι αστείρευτο θρύλο και πολυαγαπημένο χόμπι, το οποίο κάποιος μπορεί να «τραβήξει» κατά βούληση. Και επειδή δεν είναι λίγοι αυτοί που το κάνουν με υπερβολή, έχει συσσωρευτεί μια πλούσια ανεκδοτολογία μεταξύ Σκοτσέζων παραγωγών, σύμφωνα με την οποία οι ίδιοι αποδεικνύονται λιγότερο καταρτισμένοι για το προϊόν τους απ' ό,τι π.χ. ξένοι δημοσιογράφοι! Ωστόσο, οι ιστοριούλες αυτές έχουν μόνον «αίσιον τέλος».
Ο Σκοτσέζος παραγωγός πάντα δικαιώνεται, κι ας συνελήφθη ανίκανος να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις σε ζητήματα σχετικά με κρίσιμες μικρολεπτομέρειες για το προϊόν του. Κι αυτό συμβαίνει γιατί, απ' ό,τι φαίνεται, τα όσα λέγονται για ένα ουίσκι δημιουργούν ένα τεράστιο σύμπαν, που συχνά υπερβαίνει την πραγματικότητα του προϊόντος. Αλλά, ταυτόχρονα, στο σύμπαν αυτό υπάρχει θεός –και δεν είναι άλλος από τον Σκοτσέζο παραγωγό.
Η αντίληψη ότι «κάθε Σκοτσέζος ξέρει πάντα καλύτερα» συντηρείται αδιάσειστη.
Το ουίσκι έχει τη μαγική δύναμη να δημιουργεί περισσότερο πιστούς ακολούθους του απ' ό,τι διερευνητικούς χομπίστες του.
Από μια τελείως διαφορετική οπτική γωνία, το ουίσκι ξεχωρίζει για τη μεγάλη περιεκτικότητά του σε αρρενωπότητα. Φταίει ίσως το ότι από τη γέννηση του θρύλου –προ 700 ετών– και μέχρι αρκετά πρόσφατα, συνδέθηκε με μάχες, συμμορίες, παράνομα αποστακτήρια και άλλα ανάλογα, που πάντα περιλαμβάνουν γερή δόση βίας και φαντασμαγορία ανδραγαθημάτων, χάρη στα οποία καταξιώθηκε ιστορικά ως αντικείμενο του πόθου των αντρών!
Επιπλέον, η γνωστή εικονογραφία με γενειοφόρους αναψοκοκκινισμένους Σκοτσέζους με γκάιντες και κιλτ, που κατά παράδοση πλαισιώνει το ουίσκι, είχε τη δική της σημαντική συνεισφορά στην καθιέρωσή του ως ποτού των αντρών.
Σε όλα αυτά, ήρθε πολύ πρόσφατα να προστεθεί η ίδρυση του «Συλλόγου Γυναικών Γλασκόβης που Πίνουν Ουίσκι», οι οποίες αποφάσισαν να συσπειρωθούν κατ' αυτόν τον τρόπο προκειμένου να αντιδράσουν στην προκατάληψη ότι το ουίσκι αφορά μόνον «φαλλοκρατικά γουρούνια».
Ομως, με την πυγμή της κίνησής τους έδωσαν (άθελά τους) και την αντεστραμμένη σε σχέση με τις προθέσεις τους επιβεβαίωση ότι, ναι, το ουίσκι παραμένει ακόμα αντρική υπόθεση. Βέβαια, ένα άλλο συστατικό του, που και αυτό δεν αποτελεί μέρος της χημικής του σύστασης, είναι τελικά εκείνο που εκτινάσσει το ουίσκι στη στρατόσφαιρα των περιζήτητων: Το κύρος που χαρίζει σε όποιον το πίνει!
Το 2012 θα μείνει στα χρονικά ως η πρώτη χρονιά όπου οι πωλήσεις του ποτού στις αναδυόμενες οικονομίες της Ρωσίας, της Κίνας, της νότιας Ασίας και της Νότιας Αμερικής ξεπέρασαν σε όγκο και αξία εκείνες των παραδοσιακών αγορών του ποτού.
Δεν έχει και τόση σημασία αν στις παραλίες της Βραζιλίας το πίνουν «δροσερό» με κόκα κόλα, ενώ στην Κίνα προτιμούν να το αραιώνουν με πράσινο τσάι –δηλαδή, δεν πειράζει που δεν το σέβονται ώστε να το πίνουν σκέτο. Κι αυτό γιατί το σημαντικό είναι ότι εγκαταλείπουν τα τοπικά ποτά τους για να πιουν ουίσκι.
Σε όλες αυτές τις περιοχές της γης, είναι το ποτό που προτιμά η ανερχόμενη μεσαία τάξη, η οποία βλέπει την καταναλωτική της ικανότητα να μεγαλώνει και επιθυμεί αυτό να το επιδείξει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Βενεζουέλα, την όμορφη κόρη της Καραϊβικής, που φημίζεται για το υπέροχο ρούμι που παράγει.
Το ουίσκι διαθετει τη μαγική δύναμη να δημιουργεί ολοενα και περισσοτερο πιστούς ακολούθους του απο ό,τι διερευνητικούς χομπίστες.
Σήμερα, τα στατιστικa στοιχεία λένε ότι ο όγκος πωλήσεων του ουίσκι είναι διπλάσιος εκείνου των άλλων ποτών. Με άλλα λόγια, το ουίσκι έχει μπει και στη Βενεζουέλα στη σωστή θέση στην αγορά, δηλαδή εκείνη που τείνει να έχει σχεδόν παντού στο δυτικό κόσμο.
Και το εύλογο ερώτημα είναι το εξής: Γιατί σε μια τροπική χώρα που βιώνει αρκετά διεκδικητικά και με τυμπανοκρουσίες την όψιμη σοσιαλιστική της φάση οι πολίτες θέλουν τόσο πολύ να πίνουν ουίσκι;
Απ' ό,τι φαίνεται, το ίδιο αναρωτιόταν και ο Πρόεδρος Τσάβες. Και, μάλιστα, έλεγε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι ο λαός του είχε πια περάσει στην «αντεπανάσταση του ουίσκι».
Οι ίδιοι οι Βενεζολάνοι, όμως, είναι σαφείς: «Πίνουμε ουίσκι επειδή μας αρέσει και επειδή μπορούμε να το πληρώνουμε!» Η Βενεζουέλα σήμερα θυμίζει πολύ την Ελλάδα πριν από σαράντα χρόνια.
Οπως εκείνοι παίζουν σήμερα ντόμινο (το οποίο είναι ένα πολύ αγαπητό παιχνίδι) και ταυτόχρονα πίνουν και το ουισκάκι τους, έτσι και εμείς τότε πρωτοξεκινήσαμε να συνοδεύουμε με ουίσκι το ταβλάκι μας στα καφενεία και να εγκαταλείπουμε το (πρώτο μέχρι τότε στην προτίμησή μας) ελληνικό μπράντι. Επίσης, όλα αυτά μας συνέβησαν σε φάση όπου κυριαρχούσε το αγωνιστικό μας μένος, μια και βρισκόμασταν στην αρχή της μεταπολίτευσης.
Και ταυτόχρονα (με αργά βήματα, γιατί έτσι γινόταν τότε), αναδεικνυόταν μια ισχυρότερη μεσαία τάξη, στα χνάρια της οποίας πάτησε η μικρομεσαία τάξη, που άρχισε επίσης να ευημερεί κατά τη δεκαετία που ακολούθησε. Και, βέβαια, προτίμησε κι αυτή να φορέσει με τη σειρά της την ερμίνα του κύρους που προσφέρει το ουίσκι.
Ποια είναι, όμως, η εξήγηση; Γιατί σε όλον τον κόσμο, όταν κάποιος πετυχαίνει και θέλει αυτό να το μοιραστεί με μερικούς και να το επιδείξει σε περισσότερους άλλους, προτιμά να το κάνει με ουίσκι;
Η σωστή απάντηση περιλαμβάνει όλα όσα προαναφέρθηκαν, συν δύο στοιχεία ακόμη: Το ουίσκι είναι ένα ποτό που συνήθως αρέσει γευστικά σε όλους όταν το πρωτοδοκιμάζουν. Περιβάλλεται από το δικό του πλουσιότατο γευσιγνωστικό και τεχνικό σύμπαν, το οποίο πάντα θα προσφέρει σε όποιον νεοφώτιστο το επισκέπτεται κάτι καινούριο να ανακαλύψει και να συζητήσει. Φοράει ακόμα το συμβολικό μανδύα του αντρικού ποτού και ως εκ τούτου «γυαλίζει» ως κατάλληλη επιλογή για τον άντρα που νιώθει νικητής.
Τέλος, τα δύο σημαντικά κομματάκια που συμπληρώνουν το παζλ είναι ότι το ουίσκι διαθέτει ιστορία και καταγωγή.
Είναι και αυτή ένα συστατικό του ποτού εκτός χημικής σύνθεσης. Παράγεται νοερά από μαγικές δυνάμεις, οι οποίες πηγάζουν από την αντοχή στο χρόνο και την ηρωική προέλευση του ουίσκι. Και εκεί είναι που έρχεται και δένει η συνταγή κύρους, η οποία καθιστά το ουίσκι για πάντα ακαταμάχητο για όποιον το προτιμά.
Σε αριθμούς
—Υπάρχουν 108 επίσημα αποστακτήρια σε όλη τη Σκοτία.
—Οι εξαγωγές ουίσκι φέρνουν στη Σκοτία 135 λίρες το δευτερόλεπτο.
—Αν βάλουμε πλάι πλάι τις φιάλες που πουλήθηκαν παγκοσμίως το 2012, θα καλύψουν μια απόσταση 30.000 χιλιομέτρων.
—Στη Γαλλία πωλείται περισσότερο σκοτσέζικο ουίσκι σε ένα μήνα από ό,τι γαλλικό κονιάκ σε ένα χρόνο.
—Η βιομηχανία του σκοτσέζικου ουίσκι απασχολεί 10.000 άτομα στη Σκοτία και άλλα 35.000 στο εξωτερικό.
—Αυτήν τη στιγμή περίπου 20 εκατομμύρια βαρέλια με ουίσκι όλων των ηλικιών ωριμάζουν στα σκοτσέζικα αποστακτήρια.
—Σήμερα, τα στατιστικά στοιχεία λένε ότι ο όγκος πωλήσεων του ουίσκι είναι διπλάσιος εκείνου των άλλων ποτών –το ουίσκι παραμένει μια ακαταμάχητη επιλογή στις προτιμήσεις ολόκληρου του πλανήτη, προφανώς.
Κείμενο: Γιάννης Κωνσταντινίδης
0 σχόλια: