Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

SUPER LEAGUE

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Ο Μαρκουλάκης φέρνει τον Θεό της Σφαγής στο θέατρο Αθηνών




O Kωνσταντίνος Μαρκουλάκης φέτος σκηνοθετεί τον Θεό της Σφαγής, την πολυβραβευμένη κοινωνική κωμωδία της Γιασμίνα Ρεζά. Δύο εντεκάχρονα αγόρια τσακώνονται στο πάρκο και το αποτέλεσμα είναι μώλωπες, σκισμένα χείλη και δυο κατεστραμμένα δόντια. Οι γονείς του θύματος καλούν τους γονείς του θύτη στο σπίτι τους.
Τέσσερεις ενήλικες, καλλιεργημένοι και πολιτισμένοι, αναζητούν ευγενικά μια λύση. Λίγη ώρα μετά, συμπεριφέρονται πιο ανώριμα και βάρβαρα από τα παιδιά τους.
Δεν ειμαι κριτικός θεατρου. Αντίθετα είμαι ο μέσος θεατής. Αυτός που κερδίζεις ή χάνεις στις λεπτομέρειες. Γι αυτές τις λεπτομέρειες καλό είναι να κάθεσαι μπροστά. Βοηθάει στην παρατήρηση. Βλέπεις τα τικ των ηθοποιών, τα χαμόγελά τους, τα βλέμματα τους, τα νεύματά τους, ακούς τον παλμό τους, νιώθεις -ή νομίζεις ότι νιώθεις- λίγο από τον ανεμοστρόβιλο συναισθημάτων που τους κυριεύει. Κλιμακώνεις την αγωνία σου, τα νεύρα σου ή τη χαρά σου, ανάλογα με το δικό τους ρυθμό. Τους κοιτάς ευθεία μέσα στα μάτια και θες να σε κοιτάξουν κι αυτοι. Κοιτάς το στόμα τους για να μαντέψεις τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα τους, πριν ακόμη τις ακούσεις. Γίνεσαι μερος της προσπάθειας τους. Οπως στις συναυλίες πας αρένα γιατί μόνο εκεί νιώθεις τον παλμό, έτσι και στο θέατρο τον νιώθεις αν καθίσεις μπροστά. Και μετά, αφού έχεις νιώσει πιο έντονα τις στιγμές, με περισσότερη ασφάλεια εξάγεις και τα συμπεράσματά σου, είτε αυτό είναι μια συνειδητή διαδικασία είτε όχι.
Ας αρχίσουμε από το ότι ο Θεός της Σφαγής λοιπόν, είναι ένα έργο που δεν έχει διάλειμμα. Κι αν είσαι αρνητικός στο ακουσμα αυτής της πρότασης, μετά το τέλος της παράστασης κατανοείς ακριβώς γιατί σε καμμία περίπτωση δε θα μπορούσε να έχει. Το κλιμακωτο ξεγύμνιασμα των χαρακτήρων δε μπορεί να διακοπεί και να συνεχιστεί. Στο βωμό κανενός τσιγάρου και καμιάς ...ψιλής κουβέντας.
Ο Μαρκουλάκης, απολύτως κυνικός, στο δικό του κόσμο, με το βλέμμα του τρελλού και το χαμόγελο του μεγαλοδικηγόρου που δεν ξέρεις αν σε γοητεύει ή σε εκνευρίζει (επειδή ακριβώς είναι τέλεια ερμηνευμένο), δίνει την εντύπωση ότι φέτος έκανε ένα βήμα πίσω στο "παίξιμό" του, ώστε αυτή τη φορά να μεγαλουργήσει σκηνοθετικά. Και δεν εννοούμε ότι δεν παίζει καλά. Αλλά ότι η σκηνοθετική του προσέγιση κλέβει πανηγυρικά την παράσταση.
Ερμηνευτικά, θα σταθώ στη Στεφανία Γουλιώτη. Άνετη, άλλοτε σε ενοχικές στιγμές, κι άλλοτε δήθεν.... αξιοπρεπής, υποδύεται μεταξύ άλλων τη μεθυσμένη σαν να έχει πράγματι κατεβάσει λίτρα αλκοόλ. Οι γόβες στο βάλε-βγάλε τους, οι τουλίπες που εξοστρακίζονται στην υστερία της, το ρούμι στον τρόπο κατάπωσης και επήρειας στη συμπεριφορά της, ακόμη κι ο εμετός της, ακόμη και τα μαλλιά της ακολουθούν όλα μια περίτεχνη, μοναδική, αξιοθαύμαστη ερμηνεία. Η απελπισία της για τον αδιάφορο σύζυγό της, γίνεται οδηγός και καθορίζει το έργο. Τα ψυχοσωματικά της, τα γαστρεντερικά της, η υπομονή, η επιμονή, αλλά και η απώλεια τελικά του ελέγχου της, την ρίχνουν τελικά με ανακούφιση στην αγκαλιά του σε ένα εξουθενωτικό ρόλο που δικαιούται (και απαιτεί) την καταξίωση. Ακόμη και το ότι δε φοράει παντελόνι αλλά φούστα, έχει την έννοια του στο έργο και την κινησιολογία του. Ο τρόπος που γελάει από το ποτό, που ...ξερνάει (sic) από το ποτό, που φωνάζει, που πέφτει από την καρέκλα, μέχρι και που στα αλήθεια ματώνει στο γόνατο στο τέλος του έργου στην εκτός εαυτού συμπεριφορά της, αφήνουν τον θεατή με το στομα ανοιχτό. Και σε κάνουν να τη χειροκροτάς ξανά και ξανά. Και το ταπεινό της χαμόγελο στην υπόκλιση, προσδίδει παραπάνω πόντους σεβασμού και θαυμασμού.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ένας έμπορος ειδών κιγκαλερίας, συναινετικός και φιλικός, που προσπαθεί (μάταια) να προσαρμοστεί στην εικόνα που θέλει η γυναίκα του, δεν ήταν η έκπληξη... Απλώς γιατί δεν περίμενε κανείς τιποτα λιγότερο απο το υπέροχο. Ο τόνος της φωνής του, τα τραβήγματα στις συλλαβές, οι ειρωνίες, ο σαρκασμος, οι απορίες, όλα λέγονταν με την κατάλληλλη ανάσα, την κατάλληλη παύση, τον κατάλληλο λυγμό. Ξέρεις ότι πας και βλέπεις πρωταθλητές. Και παιρνεις αυτό που ζητάς αδιαπραγμάτευτα. Το καλύτερο.

Στα όρια τους οι τέσσερις χαρακτήρες, ξεγυμνώνονται μέσε σε τέσσερις τοίχους, πάνω σε εναν καναπέ, με άνεση και στιλ, ακροβατώντας μεταξύ παρωδίας, μαύρης κωμωδίας και δράματος.
Ο κόσμος γέλασε πολύ. Δύο πράγματα δειχνει αυτό. Και την ανάγκη του κόσμου να γελάσει αυθεντικά - όχι σε επιθεώρηση!-, και την επιτυχημένη απόδοση του χιούμορ (ω, τι δύσκολο πράγμα) μέσα από τα τραγικά στα αλήθεια γεγονότα που διαδραματίζονται με "ζογκλερικές" συμπεριφορές στο τσίρκο που παίζεται σε εκείνο το σαλόνι...
Ακόμη κι η Λουκία Μιχαλοπούλου, μια ακτιβίστρια, που έχει σκοπό να επιβάλλει τους κανόνες του πολιτισμού με το ζόρι, με την αρχικά ενήλικη και πολιτισμένη συμπεριφορά της, που νομίζεις οτι θα ραγισει αν τη σπρώξεις λίγο παραπάνω, μεταμορφώνεται σε ένα υστερικό πλάσμα με ζωώδη ένστικτα που υιοθετεί ανώριμες χειρονομίες. Και το κάνει απολύτως πειστικά. Όπως θα το έκανε καθένας που βγαίνει εκτός εαυτού. Ακόμη κι αν είναι ο τύπος του ανθρώπου (ρόλου) που δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω ασχολίαστη, που εκνευρίζει και εκνευρίζεται διαρκώς απο στάση, από χόμπι, από συνήθεια.
Λεπτομέρειες που δε τις φαντάζεσαι, γρήγορη εναλλαγή στο ποιος μιλάει, πού στέκεται, πού κάθεται. Ολοι μονίμως κάτι κάνουν. Ο θεατής μπορεί να επιλέξει με ποιο ρόλο να γελάσει. Εκεί που ο ένας μπορεί να μιλάει, θα είσαι τυχερός αν προλάβεις να παρατηρήσεις τι γίνεται στην άκρη της σκηνής, γιατί μπορεί να γελάσεις με κάποιον από τους υπόλοιπους. Ο ένας φωνάζει, ο άλλος πίνει, ο τρίτος γελάει. Κάποιος τσακώνεται, κάποια μεθάει. Κάποιος βρίζει, κάποια ψεκάζει. Ενας γελάει, άλλος κλαίει. Κάποιος σφουγγαρίζει και κάποιος παρατηρεί. Δύο κοροϊδεύουν και κάποιος κρυφακούει. Πέφτουν καρέκλες, λουλούδια, μαξιλάρια. Και οι τέσσερις ηθοποιοί ιδρώνουν από την ειλικρινή και βαθιά ενσάρκωση των ρόλων. Οι μάσκες πέφτουν από νωρίς, αλλά σταδιακά. Οι ρόλοι εναλλάσσονται. Οι κλίκες εκ περιτροπής σχηματίζονται ανά δύο, και αλλάζουν. Πρώτα τα ζευγάρια, μετά οι γυναίκες, μετά οι άντρες, πάλι τα ζευγάρια...
Όλοι εναντίον όλων, μετά (ανά) δύο εναντίον όλων. Εν τέλει ο καθένας μόνος του εναντίον όλων. Ο καθένας μόνος του, οπως γεννιέται και πεθαίνει. Μοναχός. Όπως ακριβώς ειναι και όπως ακριβώς νιώθει όταν διαλύεται. Σε σαλόνι ή σε αλώνι. Πολιτικώς ορθά ή σαν ζώο κυριευμένο από τα ένστικτά του. Αν μπορέσεις στα αλήθεια ό,τι ζεις κι ότι αγαπάς σε βάθος να το μοιραστείς, θα έχεις κάνει πέρα τον Θεό της Σφαγής. Μέχρι τότε είσαι μόνος σου. Και ΜΟΝΟΣ σου και με όλους τους άλλους απέναντι. Εναντίον σου. Εχθρούς σου. Κατάκτησέ τους ή διάλυσε τους. Μπορεις;

Πηγή ΤΡΕΛΟ ΓΑΙΔΟΥΡΙ ΤΡΕΛΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙΤΡΕΛΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ
Bookmark and Share

SHARE THIS

0 σχόλια: