Aπό την πρώτη κιόλας στιγμή που η ομπρέλα έγινε κομμάτι τής καθημερινότητάς μας, πριν από περίπου 3 χιλιετίες, κατάφερε να δημιουργήσει έναν σημαντικό δεσμό τόσο με την κουλτούρα όσο και με τη μόδα.
Αρχαίες ρίζες
H πρώτη «επίσημη» εμφάνιση της ομπρέλας ήταν γύρω στα 3500 χρόνια πριν, στην αρχαία Αίγυπτο όπου χρησιμοποιούνταν ως –τι άλλο;– προστατευτικό κατά του ήλιου.
Η αρχική μορφή της ήταν απλώς μερικά φύλλα φοίνικα δεμένα σε ένα ξύλο, αλλά σύντομα τα αιγυπτιακά παρασόλ εξελίχθηκαν και σε σχήμα αλλά και σε χρήση, αφού χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις ανώτερες κάστες, τους ιερείς, την αριστοκρατία και τους φαραώ. Εκείνη, μάλιστα, την εποχή, η χρήση ομπρέλας έδειχνε υψηλή καταγωγή και οικονομική άνεση, δεδομένου ότι επιθυμητό ήταν το ανοιχτόχρωμο δέρμα, το προστατευμένο από τις σκληρές ακτίνες του ήλιου. Σιγά σιγά, γειτονικά βασίλεια, όπως η Ασσυρία υιοθέτησαν την παράδοση σε σημείο ώστε να επιτρέπεται η χρήση της μόνο από τους βασιλείς.
Φυσικά, οι ξηρές, θερμές καιρικές συνθήκες της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής δεν έδωσαν την ευκαιρία στους Αιγύπτιους και τους Ασσύριους να στεγανοποιήσουν τα παρασόλ τους προκειμένου να δημιουργήσουν τις ομπρέλες όπως τις ξέρουμε σήμερα. Γεγονός που, ωστόσο, συνέβη στην Κίνα τον 11ο π.Χ. αιώνα, όπου οι πρώτες μεταξωτές και αδιάβροχες ομπρέλες χρησιμοποιούνταν από την αριστοκρατία και την αυτοκρατορική οικογένεια. Μάλιστα, η χρήση ομπρέλας με πολλά επίπεδα ήταν σημάδι δύναμης και επιρροής –ο αυτοκράτορας είχε ομπρέλα με τέσσερα επίπεδα. Παρόμοιες συνήθειες ανέπτυξαν και γειτονικοί λαοί, με τους κυβερνήτες του Σιάμ και της Βιρμανίας να προστατεύονται με παρασόλ με πολλαπλά επίπεδα που ξεκινούσαν από 8 και μπορούσαν να φτάσουν τα 24!
Στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, οι ομπρέλες αποτελούσαν γυναικείο «προνόμιο», ενώ έχει καταγραφεί ότι οι κυρίες της εποχής διέθεταν ομπρέλες που άνοιγαν και έκλειναν, σχεδόν όπως σήμερα.
Από το παρελθόν στο σήμερα
Μετά την πτώση της Ρώμης τον 5ο αιώνα μ.Χ., η χρήση της ομπρέλας εξαφανίστηκε τελείως από την Ευρώπη και η αξία της ξεχάστηκε. Μόνο με την άφιξη της Αναγέννησης η δημοτικότητά της επέστρεψε στις ανώτερες τάξεις, προς το τέλος του 16ου και 17ου αιώνα και αρχικά μόνο στην Ιταλία και στη Μεγάλη Βρετανία –κυρίως λόγω επιρροών από την Κίνα. Αυτές οι ομπρέλες ήταν κατασκευασμένες κυρίως από μετάξι και άλλα πολυτελή υλικά και δεν παρείχαν αρκετή προστασία από τη βροχή, ενώ, αντίθετα, χάρη σε τεχνικές της εποχής, μπορούσαν να ανοίγουν και να κλείνουν όπως οι... πρόγονοί τους στην αρχαία Ελλάδα.
Με την πάροδο του χρόνου, οι ομπρέλες εξαπλώθηκαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη και κατόπιν στη Βόρειο Αμερική, χωρίς, ωστόσο, να καταφέρουν να μετουσιωθούν και σε ανδρικό αξεσουάρ. Αυτό, όμως, άλλαξε γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο Jonas Hanway, ιδρυτής του νοσοκομείου Magdalen Hospital στο Λονδίνο, αποφάσισε να κυκλοφορεί με ομπρέλα σχεδόν σε όλες τις επίσημες και μη εμφανίσεις του. Αν και στην αρχή έγινε αντικείμενο εμπαιγμού, σιγά σιγά οι ανδρικές ομπρέλες (πλέον φτιαγμένες από πιο βαρύ υλικό) κατέκτησαν το ισχυρό φύλο.
Το 1928, ο Hans Haupt δημιούργησε την ομπρέλα τσέπης με τηλεσκοπικό χερούλι, ενώ το 1969, ο Bradford E Phillips έφτιαξε έναν σύγχρονο μηχανισμό αναδίπλωσης. Σήμερα, οι ομπρέλες έχουν εξελιχθεί τόσο σε σχέδια όσο και σε υλικά, ενώ καινούργιες πατέντες για τη βελτίωσή τους υποβάλλονται καθε χρόνο, όπως για παράδειγμα, ένα σχέδιο που μπορεί να αντισταθεί σε ανέμους μέχρι και 100χλμ/ώρα και παράλληλα δεν αναποδογυρίζει από τον αέρα.
Όσο για το θέμα στιλ, οίκοι και σχεδιαστές έχουν βαλθεί να εντυπωσιάσουν με ιδιαίτερα prints, αλλά και με τα εναλλακτικά χερούλια. Στόχος, να μην χρειάζεται να κρύβουμε την ομπρέλα μας, αλλά να την επιδεικνύουμε όπως τα καλύτερά μας αξεσουάρ!
Από τη Βάνα Αντωνοπούλου
0 σχόλια: