Όταν τα σημάδια των τοίχων αναστατώνουν την εθνική συνείδηση
Ξέρεις ότι είναι καλοκαίρι όταν ανεβαίνει η θερμοκρασία. Ξέρεις ότι είναι καλοκαίρι όταν αισθάνεσαι έτοιμος να πεθάνεις έτσι και δεν βουτήξεις στη θάλασσα. Ξέρεις ότι είναι καλοκαίρι όταν λαχταράει η ψυχή σου σινεμαδάκι ξεσκέπαστο άνευ ερκοντίσιον. Ξέρεις ότι είναι καλοκαίρι όταν ξεφυτρώνουν εκ νέου εκείνες οι φωνές που θεωρούν την πόλη σου βόθρο εξαιτίας των γκραφίτι. Το ξαναγράφω για όσους δεν πρόλαβαν να το διαβάσουν ολόκληρο λόγω λιποθυμικής κρίσης: οι φωνές που θεωρούν την πόλη σου βόθρο εξαιτίας των γκραφίτι. Λες και δεν έχει άλλα προβλήματα η πρωτεύουσα πάρεξ των σπρέι και των μαρκαδόρων…
Δεν έχει αστέγους η Αθήνα σε ένα σωρό γωνιές της, δεν έχει σκουπίδια παντού σε βουνά και βουνάλάκια, δεν έχει δρόμους σκοτεινούς χωρίς λάμπες. Ζυρίχη γίναμε από τη μια μέρα στην άλλη, τα λύσαμε όλα τα προβλήματα, τα καθαρίσαμε και το μόνο που μας πειράζει είναι κάτι τύποι που γράφουν τον πόνο τους στους τοίχους και κάνουν μαντάρα την αισθητική μας. Το ότι δίπλα απ’ το γκραφίτι, για παράδειγμα, μπορεί να φιγουράρουν είκοσι πλαστικά ποτήρια με ό,τι έχει απομείνει απ’ τον φρέντο δεν μας χαλάει, είναι μέρος του καταναλωτικού πολιτισμού, δουλίτσα να υπάρχει και να κινείται η αγορά. Ενώ το γκραφίτι είναι τζάμπα το δόλιο, δεν έχει στον ήλιο μοίρα.
Να εξηγούμαι, για να μην παρεξηγούμαι. Ποτέ δεν χαίρομαι και ποτέ δεν θα χαρώ με τα γκραφίτι σε μάρμαρα και μνημειακές επιφάνειες. Δεν τους ταιριάζουν, τελεία, και δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε περισσότερο. Από εκεί ωστόσο ως την κήρυξη πανελλαδικής καμπάνιας για την εξάλειψη του αποτρόπαιου βανδαλισμού των γκραφίτι ανά την επικράτεια είναι μακρύς ο δρόμος. Και περνάει συχνά πυκνά από την επικράτεια του μικροαστικού καθωσπρεπισμού, που όλα θέλει να τα βλέπει στη σειρά ως άλλα στρατιωτάκια. Όλα τακτοποιημένα, όλα σιδερωμένα, όλα καλοβαλμένα…
Συγγνώμη, αλλά δεν είναι έτσι η ζωή. Η ζωή έχει παλμό, η ζωή έχει κάψα, η ζωή έχει αντάρα, η ζωή έχει καημό. Και αυτόν ακριβώς τον καημό προσπαθεί ο άλλος να εκφράσει στους τοίχους. Με το σπρέι, με τον μαρκαδόρο, ακόμη και με το στυλό, το σχολικό, το BIC, στην έσχατη απελπισία του. Θέλει να τα πει, όπως σημείωνε κι ο Άκης Πάνου στην τραγουδάρα του, θέλει να καταθέσει το είναι του, δεν κρατιέται, δεν γίνεται, αδύνατον, με καμία κυβέρνηση. Να πει κάτι θέλει, να το βγάλει από μέσα του, να φύγει το βάρος.
Γι’ αυτό τα γκραφίτι είναι η φωνή της πόλης. Το έγραψα, το υποστηρίζω, δεν το μετανιώνω και θα το ξαναγράψω άλλες εκατό φορές. Είναι η φωνή όσων δεν αρκούνται στον ύπνο της τηλεόρασης και στο μάργωμα των social media. Είναι η κραυγή του ανώνυμου πολίτη, είναι το βάσανό του και ο πόνος του. Είναι η πιο μικρή, η πιο ελάχιστη παρανομία που του επιτρέπεται. Θα τον στείλουμε, άραγε, στη λαιμητόμο και γι’ αυτό;
0 σχόλια: