Τον έβλεπε από μακριά να πλησιάζει και σχεδόν δεν τον χόρταινε. Η βροχή βροχή και αυτός σκυφτός και βιαστικός. Τον σταμάτησε και όλο ευγένεια του είπε «Παρακαλώ, μήπως μπορείτε να σταματήσετε τη βροχή;»
Εκείνος χαμογέλασε. Ένας ακόμη που θα έπαιζε το παιχνίδι της ή ένας τρελός που θα την περιμάζευε στο δικό του;
«Βγάλε τα παπούτσια σου και στάσου στο ύψος της περίστασης. Τώρα», της ψιθύρισε μέσα στο στόμα.
Η Λίζα –σωστό δουλικό του εκείνη την ώρα– έκανε ό,τι ακριβώς της ζήτησε. Όρθια στις μύτες των ποδιών της και στο ανάλογο ύψος της περίστασης κόλλησε πάνω του σαν βρεγμένο μακό.
«Και μετά;», τον ρώτησε δειλά.
«Γαμώ τον μπελά μου», της είπε εκείνος νευρικά και με μισοσφιγμένη τη γνάθο.
«Κυριολεκτείς», του απάντησε αυτή και ξεκούμπωσε το τζιν της.
Σκοτάδι, στενό, βροχή, θολά τζάμια, αυτοκίνητο, η τρέλα της, ο μπελάς του και οι κυριολεξίες τους. Πώς αλλιώς;
0 σχόλια: