Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

SUPER LEAGUE

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Πώς ένα σχόλιο στο διαδίκτυο μπορεί να καταστρέψει τη ζωή σου;



Στο Μεσαίωνα οι παραβάτες κάθε είδους, πριν εγκαταλείψουν για πάντα την πόλη ή το χωριό τους, ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν το μαρτύριο του δημόσιου εξευτελισμού στο κέντρο της πλατείας.
Αυτός, εκτός από το χλευασμό και τις βρισιές του οργισμένου πλήθους, περιλάμβανε και την εκτόξευση σάπιων φρούτων και λαχανικών εναντίον τους. Τι σχέση έχουν αυτές οι εικόνες με το σύγχρονο κόσμο στον οποίο ζούμε; Μεγάλη, αν σκεφτεί κανείς ότι παρόμοια περιστατικά με αντίστοιχης αγριότητας αντιδράσεις και παρεμφερείς συνέπειες για τον διωκόμενο συμβαίνουν καθημερινά, όχι στην πραγματική ζωή αλλά στο αμείλικτο σύμπαν των κοινωνικών δικτύων.


Εκεί ένα σχόλιο, το οποίο γράφεται με άγνοια κινδύνου, εν θερμώ ή εντελώς συνειδητά, μπορεί να αποδειχτεί μέγιστο παράπτωμα που θα ξεσηκώσει το (διαδικτυακό) πλήθος το οποίο θα αρχίσει –αντί για χαλασμένες ντομάτες– να εκσφενδονίζει δηλητηριώδη σχόλια ή να κάνει δολοφονικά retweets. Όσο για το συντάκτη του επίμαχου κειμένου; Στην καλύτερη περίπτωση θα χάσει μερικούς διαδικτυακούς φίλους και στη χειρότερη την ηρεμία, τη δουλειά και την αξιοπρέπειά του.

Virtual διασυρμός
Στα τέλη του φετινού Ιουλίου, η μεγάλη τουρκική εφημερίδα Milliyet ανακοίνωνε την απόλυση ενός από τους σημαντικότερους αρθρογράφους της λόγω ενός tweet. «Σταματήσαμε τη συνεργασία μας με τον κύριο Καντρί Γκιουρσέλ από τις 22 Ιουλίου 2015 εξαιτίας των απόψεών του που επηρεάζουν το εργασιακό περιβάλλον μας» ήταν η λακωνική ανακοίνωση του εντύπου στο μήνυμα του δημοσιογράφου το οποίο, χωρίς να κατονομάζει, επί της ουσίας φωτογράφιζε τον Τούρκο πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως υπεύθυνο για την αιματηρή επίθεση αυτοκτονίας στο Σουρούτς, η οποία αποδίδεται στο Ισλαμικό Κράτος. Και μπορεί όλα αυτά να συμβαίνουν στην Τουρκία, όπου το καθεστώς κατηγορείται εδώ και χρόνια για πιέσεις κατά της ελευθερίας του τύπου, όμως ο χλευασμός και οι συνέπειες που υφίστανται τα άτομα με αφορμή σχόλια και τοποθετήσεις τους στα social media συμβαίνουν αδιακρίτως σε όλες τις χώρες του κόσμου, όποιο... ποσοστό δημοκρατίας και αν τις διακρίνει.

Το ίδιο όμως έχει γίνει πολλές φορές και στην Ελλάδα. Δημόσια πρόσωπα έχουν μπει στη διαδικασία να ζητήσουν συγγνώμη μέσω των κοινωνικών δικτύων για ατυχή σχόλιά τους στο Facebook, πολιτικοί έχουν αναδιπλωθεί διότι πέρασαν τα όρια με τα tweets τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα, πριν λίγα χρόνια, εργαζόμενου σε μεγάλο όμιλο ΜΜΕ, ο οποίος ανέβασε υβριστικό tweet για ένα ιστορικό πολιτικό πρόσωπο. Σε δευτερόλεπτα το σχόλιό του εξαγρίωσε τους χρήστες του Twitter, οι οποίοι άρχισαν να επιτίθενται στο διευθυντή του που παρακολουθούσε σε real time όσα συνέβαιναν από το δικό του λογαριασμό. Ο τελευταίος μάλιστα αναγκάστηκε να ανακοινώσει την απόλυση του εργαζομένου προκειμένου να κατευνάσει το πλήθος, μια κίνηση την οποία ανακάλεσε όταν ο συγκεκριμένος υπάλληλος ζήτησε δημόσια συγγνώμη.

Με τα περιστατικά «διαδικτυακής ντροπής», λοιπόν, να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ο Τζον Ρόνσον, Ουαλός δημοσιογράφος και συγγραφέας, θέλησε να ανακαλύψει τον αντίκτυπο που έχει η virtual διαπόμπευση σε αυτούς που την υφίστανται, αλλά και τους λόγους για τους οποίους όλοι οι υπόλοιποι μπαίνουν σε αυτό το βρόμικο παιχνίδι.

Ενός tweet μύρια έπονται
«Στο ίντερνετ έχουμε δύναμη πάνω σε καταστάσεις που στην πραγματική ζωή μάς κάνουν να νιώθουμε αδύναμοι» αναφέρει ο Ρόνσον στο βιβλίο του So Υou 've Been Publicly Shamed (Ώστε χλευάστηκες δημόσια, εκδ. Picador), δίνοντας έτσι μια εξήγηση σε ένα φαινόμενο που παρακολουθούμε στις οθόνες μας καθημερινά: το γεγονός ότι άνθρωποι οι οποίοι στην πραγματική τους ζωή ποτέ δεν παίρνουν θέση, δεν συζητούν, δεν εκφράζονται, ούτε συμμετέχουν σε αντιπαραθέσεις γύρω από διάφορα θέματα -από ανώδυνα, όπως το αν τους αρέσει το παγωτό φιστίκι, μέχρι σοβαρά, όπως το «ναι» ή το «όχι» στο πρόσφατο δημοψήφισμα- στο διαδίκτυο κυριολεκτικά ξεσπαθώνουν, τοποθετούνται, αντιτίθενται, σχολιάζουν. «Έχουμε παρεξηγήσει τι σημαίνει ελευθερία του λόγου, ενώ παράλληλα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τη δύναμη που μπορεί να έχουν τα λόγια μας στο διαδίκτυο» σχολιάζει η Έμιλι Φλιν-Τζόουνς, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ.

Ωραία λοιπόν, κάποιος ανεβάζει ένα θυμωμένο tweet ή ένα σχόλιο γεμάτο ένταση στο Facebook, κάποιος άλλος το σχολιάζει από κάτω εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του και «μπραφ», ξαφνικά ξεκινούν οι απανωτές κοινοποιήσεις και τα retweets που μυρίζουν μπαρούτι. Ποια είναι όμως η ανάγκη αυτή που μας κάνει -σαν ασυγκράτητο όχλο- να αρχίζουμε τη δίχως έλεος επίθεση και τον από πληκτρολογίου λιθοβολισμό εναντίον ατόμων που δεν έχουμε ποτέ συναντήσει στη ζωή μας; Η πιο απλή εξήγηση είναι η επιθυμία μας να είμαστε μέρη ενός συνόλου. «Είμαστε κοινωνικά όντα και θέλουμε να ανήκουμε κάπου, να συμμετέχουμε σε οτιδήποτε, ακόμη κι αν πρόκειται για την καταστροφή του άλλου» σχολιάζει η ειδικός. Επιπλέον η ανωνυμία η οποία χαρακτηρίζει τον κυβερνοχώρο (ο καθένας μπορεί να διατηρεί προφίλ στο Facebook ή στο Twitter με εντελώς διαφορετικά στοιχεία από τα πραγματικά) ενθαρρύνει αυτές τις συμπεριφορές μίσους, οι οποίες δεν μπλοκάρονται από καμία ενοχή.

Δημόσιος χλευασμός: Η Αναγέννηση
Με τον παραπάνω όρο περιγράφει ο Ρόνσον ένα φαινόμενο με ρίζες στα βάθη του παρελθόντος, που όμως τώρα αναπτύσσεται, εξελίσσεται και εξαπλώνεται χωρίς κανένα όριο στον κυβερνοχώρο. «Τα πρώτα χρόνια των κοινωνικών δικτύων η συλλογική οργή φάνταζε σωστή, δυναμική και αποτελεσματική. Λες και οι ιεραρχίες είχαν καταρρεύσει, λες και η δικαιοσύνη είχε εκδημοκρατιστεί. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, έβλεπα αυτές τις “καμπάνιες της ντροπής” να πολλαπλασιάζονται σε σημείο που δεν στοχοποιούσαν μόνο παντοδύναμους θεσμούς και δημόσια πρόσωπα, αλλά οποιονδήποτε είχε κάνει θεωρητικά κάτι προσβλητικό. Επιπλέον άρχισα να απορώ με την ανακολουθία που υπήρχε ανάμεσα στο βαθμό σοβαρότητας του αδικήματος και τη... χαρωπή αγριότητα της τιμωρίας. Ένιωθα ότι οι διαπομπεύσεις δεν ήταν απάντηση σε αυτά που συνέβαιναν, αλλά κάτι άλλο» σχολιάζει ο Ρόνσον.

Αυτό το «άλλο» που αναφέρει ο συγγραφέας, όσο παράλογο και σκληρό κι αν ακούγεται, είναι το εξής: το γεγονός ότι ο πόνος και η ντροπή που προκύπτουν από το διασυρμό του άλλου μπορούν να γίνουν πηγή ικανοποίησης για εκείνους που τον διαπράττουν. Και ναι, σίγουρα κάποια πράγματα που εκφράζονται δημόσια με άσχημο τρόπο -ένα ρατσιστικό σχόλιο για παράδειγμα- πρέπει να υπογραμμιστούν και να στηλιτευτούν. Ποιος όμως μπορεί να ορίσει ποια πρέπει να είναι η τιμωρία, όπως και ο τρόπος με τον οποίο αυτή θα εφαρμοστεί; Τελικά, σύμφωνα με το συγγραφέα, ο χλευασμός ίσως να μην είναι αποτέλεσμα του λάθους στο οποίο έχει υποπέσει ο τάδε χρήστης, αλλά επιλογή του ατόμου που τον προκαλεί και που θα το έκανε, άλλωστε, σε κάθε περίπτωση.

Την ίδια στιγμή άλλοι ειδικοί σκάβουν πιο βαθιά στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και βρίσκουν άλλες πτυχές του φαινομένου, άλλους λόγους που κάνουν τους ανθρώπους να αντιδρούν με αυτό τον εκδικητικό τρόπο. Ο Ρόνσον υποθέτει ότι ίσως αυτό να οφείλεται στη βαθύτερη επιθυμία να γίνουμε ερασιτέχνες ντετέκτιβ, να ανακαλύψουμε το έμφυτο κακό στους ανθρώπους εντοπίζοντας (στην προκειμένη περίπτωση) το χειρότερο tweet που έχουν γράψει. Και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε αυτό το κακό. Με λίγα λόγια στους διαδρόμους του διαδικτύου στήνεται ένα αυτοσχέδιο δικαστήριο, με επίσης αυτοσχέδιους νόμους, που ακολουθούνται κατά περίσταση και κατά συνείδηση.

Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Τορίκ Μοόσα σε άρθρο του στο περιοδικό New statesman, «το ανησυχητικό είναι ότι το πλήθος είναι ταυτόχρονα κατήγορος και δικαστής, ένορκος και εκτελεστής της ποινής. Δεν υπάρχει τίποτα και κανένας πάνω από τον όχλο. Η ιδέα της υπεράσπισης είναι ανύπαρκτη, υπάρχει μόνο εκείνος που πρέπει να τιμωρηθεί μέσω του χλευασμού». Και κάπου εδώ προκύπτει άλλο ένα πρόβλημα για το πρόσωπο που υφίσταται τη διαπόμπευση. Η αδυναμία υπεράσπισης του εαυτού του.

Twitter vs Nobel
Ο Άγγλος βιοχημικός, βραβευμένος με Νόμπελ σερ Ρίτσαρντ Τίμοθι ήταν από τα πιο πρόσφατα θύματα αυτού του διαδικτυακού bullying. Ένα ατυχές σχόλιό του για τις γυναίκες που εργάζονται στο εργαστήριο, με το οποίο τις χαρακτήρισε «αποδιοργανωτικές», ήταν η αρχή του τέλους για τη λαμπρή του καριέρα. Το σχόλιο αναπαράχθηκε από τα social media και μέσα σε μία εβδομάδα τον οδήγησε σε παραίτηση από τη θέση του επίτιμου καθηγητή στο University College London. O αξιότιμος καθηγητής δεν μπόρεσε να απαντήσει σε όλο αυτό, ούτε να υπερασπιστεί με κάποιον τρόπο τον εαυτό του, ούτε να εξηγήσει τι εννοούσε με το σχόλιό του.

Το ίδιο συμβαίνει με τους περισσότερους από εμάς που δεν είμαστε celebrities, που δεν έχουμε ολόκληρη ομάδα δημοσίων σχέσεων η οποία μπορεί μεθοδευμένα να αναστρέψει το κλίμα εναντίον μας, ούτε χιλιάδες ευρώ για να επενδύσουμε στην αποκατάσταση του ονόματός μας. Σύμφωνα με τη δρα Λίντια Γούντιατ, λέκτορα ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Φλίντερς της Αυστραλίας, «είναι αδύνατο να επανορθώσεις απέναντι σε 1,3 δισ. ανθρώπους οι οποίοι δεν σε γνωρίζουν, ούτε μπορούν να ξέρουν τις καλές πτυχές του χαρακτήρα σου. Έτσι τα πράγματα μπορεί να αποδειχτούν πολύ, μα πάρα πολύ άσχημα για το άτομο που έχει υποστεί τη διαπόμπευση». Έτσι, όπως αναφέρουν οι ειδικοί, χρήστες που έχουν διασυρθεί άσχημα στο διαδίκτυο είναι πιθανό να εμφανίσουν προβλήματα ύπνου, αντικοινωνικότητα, θυμό και ευερεθιστότητα, συμπτώματα που σχετίζονται άμεσα με το σύνδρομο μετατραυματικού στρες.

Το χειρότερο όμως είναι ότι, ακόμα κι αν αυτά τα άτομα καταφέρουν να σβήσουν από την καθημερινότητα και την ψυχή τους τα ίχνη που τους προκάλεσε ό,τι έζησαν, τα διαδικτυακά ίχνη δεν θα καταφέρουν να τα σβήσουν (σχεδόν) ποτέ. Και μπορεί να υπάρχουν εταιρείες που κάνουν ακριβώς αυτή τη δουλειά, «σπρώχνουν» δηλαδή τις αρνητικές αναφορές στο βάθος του διαδικτύου ή αντικαθιστούν τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς με άλλους πιο ανώδυνους, όμως το χρηματικό αντίτιμο που ζητούν για τη συγκεκριμένη εξυπηρέτηση είναι αδύνατο να το διαθέσουν οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι.

Η σιωπή είναι χρυσός;
Πώς συμπεριφερόμαστε, λοιπόν, στο διαδίκτυο; Γράφουμε ό,τι μας κατέβει και εκφραζόμαστε ελεύθερα ή κρατάμε τη γνώμη μας για τον εαυτό μας και για τους πραγματικούς μας φίλους; Ο Τορίκ Μοόσα μάς προτρέπει να δούμε τα πράγματα λίγο πιο σφαιρικά: «Αυτό που κάνουμε λάθος είναι ότι ξεχνάμε πως όλα αυτά τα δίκτυα και οι πλατφόρμες δημιουργούν μια καρικατούρα του κάθε χρήστη. Στην ουσία πρόκειται για κανονικούς ανθρώπους, ανθρώπους με επιτυχίες και αποτυχίες, αγάπες, μίση και πάθη, οικογένεια και φίλους. Ωστόσο το μόνο που βλέπουμε από αυτούς είναι ένα απλό tweet και αυτό κρίνουμε. Από μια ανάρτηση βγάζουμε συμπεράσματα για τη συνολική αξία του ατόμου». Στον ίδιο τόνο κινείται και η ερευνήτρια Έμιλι Φλιν-Τζόουνς:

«Πρέπει συνεχώς να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι το ίντερνετ στην πραγματικότητα είναι άνθρωποι και ότι αυτό που κάνουμε στο διαδίκτυο είναι να αναμορφώνουμε την κοινωνία. Εμείς πρέπει να κοπιάσουμε και να προσπαθήσουμε για τη μορφή που θα πάρει εκείνη». Έκφραση αλλά με μέτρο προτείνει και ο Ρόνσον, ο οποίος θεωρεί ότι, ενώ κάποτε το διαδίκτυο ήταν το ισχυρότερο μέσο για να διατυπώσει κάποιος ελεύθερα την άποψή του, τώρα οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να καταπιούν αυτά που σκέφτονται και αισθάνονται από φόβο μήπως το κάνουν με λάθος τρόπο, μήπως το παρακάνουν, μήπως εκτεθούν, μήπως προσβάλουν την πολιτική ορθότητα των άλλων. Και αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα.

Όπως λέει και ο συγγραφέας, δυστυχώς, «δημιουργούμε έναν κόσμο όπου ο πιο έξυπνος τρόπος για να επιβιώσει κανείς είναι απλώς να σωπάσει». Από την άλλη, αν επιλέξουμε να μη δημοσιοποιούμε τις απόψεις μας στα κοινωνικά μέσα, αν δεν τοποθετούμαστε στο Facebook ή στο Twitter για πράγματα που μας προσβάλλουν και μας ενοχλούν, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε ευαισθητοποιημένοι, ότι είμαστε απολιτικοί και ανεύθυνοι. Υπάρχουν δεκάδες άλλοι τρόποι για να δώσει κάποιος τη μάχη του ενάντια στο ρατσισμό -μέσω της δουλειάς του, των κοινωνικών του επαφών, των πρωτοβουλιών που παίρνει σε real time- από το να αναπαραγάγει ένα ρατσιστικό σχόλιο και στη συνέχεια να αρχίσει να το στηλιτεύει. Όπως, άλλωστε, καταλήγει ο Μοόσα στο άρθρο του: «Με το να απαντήσουμε σε ένα σχόλιο για το ρατσισμό ή το σεξισμό δεν σημαίνει ότι το κάνουμε με το σωστό τρόπο. Τίποτα καλό δεν προέκυψε ποτέ με το δημόσιο χλευασμό κάποιου. Ας μην ξεχνάμε ότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί να προέλθει από ένα tweet».






ΤΡΕΛΟ ΓΑΙΔΟΥΡΙ
ΤΡΕΛΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙΤΡΕΛΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ
Bookmark and Share

SHARE THIS

0 σχόλια: