Ήταν η χιλιοστή φορά που άκουγε τα ίδια λόγια. Ούτε η πρώτη , ούτε η δεύτερη. Η χιλιοστή! Με το ίδιο ύφος, την ίδια ένταση, τις ίδιες παύσεις. Τις ίδιες εκφράσεις στο πρόσωπο και τις ίδιες χειρονομίες στα ντελικάτα χέρια του. Μπορούσε πολύ εύκολα να μαντέψει τι θα έλεγε, ακόμα και τον τρόπο που θα το έλεγε, το ακριβώς επόμενο δευτερόλεπτο.
Δεν ήταν προβλέψιμο άτομο. Ίσα ίσα. Κάθε φορά όμως που της μιλούσε «σοβαρά» , ήξερε πάντα τι θα της έλεγε. Ούτε ο ίδιος μπορούσε να εφεύρει κάτι νέο να της πει, πιθανόν να μην είχε και κάτι νέο, αλλά ούτε και η ίδια μπορούσε να αντισταθεί σε αυτή την φρικτή επανάληψη.
Όχι τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ίσως να έφταιγε η ώρα που ήταν περασμένη, ίσως η μπύρα που απρόθυμα ήπιε για να του κάνει παρέα , ίσως το καλοκαίρι που για μια ακόμα φορά υποσχόταν τα ανέφικτα, ίσως το υπαίθριο καφενεδάκι με τον πολύ κόσμο να βουίζει γύρω της.
Και την πήρε την απόφασή της. Έτσι ξαφνικά, χωρίς πολλή σκέψη. Ή μάλλον μετά από εξαντλητική σκέψη, αφού της τριβέλιζε το μυαλό μήνες τώρα και απλώς την προσπερνούσε, υπομένοντας καταναγκαστικά το βασανιστήριό της, όπως έκανε χρόνια τώρα, όπως κάνουν όλοι οι σκλάβοι που δεν έχουν το θάρρος (ή που δεν θέλουν) να αντισταθούν στον βασανιστή τους.
Ένιωθε μέσα της να φουντώνει και να γιγαντώνεται η άκρατη πια επιθυμία της να εναντιωθεί. Μια εναντίωση ενάντια στη βασική της επιθυμία, στην πραγματική της επιθυμία. Μα για να την νιώθει τόσο έντονα δεν ήταν κι αυτή πραγματική επιθυμία; Αν δεν ήταν, γιατί είχε καταλάβει, το μυαλό, την καρδιά της, όλο της το είναι, και δεν την άφηνε να σκεφτεί, να αισθανθεί κάτι άλλο από αυτό που ήταν έτοιμη να κάνει;
Δεν βιάστηκε. Ποτέ δεν την χαρακτήριζε η βιασύνη. Ήθελε πάντα να παίρνει το χρόνο της, κάνοντας τα πράγματα με τη χαλαρότητα που εκείνος ονομάτιζε αδιαφορία και ανευθυνότητα. Δεν την πείραζε όμως, το έλεγε με ύφος που μάλλον την ερέθιζε ερωτικά όπως κι όλα τ’ άλλα πάνω του. Την κρατούσε σε εγρήγορση, όσο κι αν την εξέφραζε με λάθος τρόπο.
Λάθος τρόπος! Δεν ήταν σίγουρη ότι υπήρχε σωστός και λάθος τρόπος. Υπήρχε μόνο τρόπος. Ο τρόπος της! Κι αυτός ήταν που της υπαγόρευε τώρα τις επόμενες κινήσεις της. Αν και σπάνια επιδιδόταν στο σπορ του σχεδιασμού ή των προκαθορισμένων πράξεων. Στην ουσία αυτή ήταν η απρόβλεπτη, ακόμα κι αν εκείνος είχε αντίθετη άποψη, και θα το αποδείκνυε περίτρανα την αποψινή, χαλαρή , συνηθισμένη νύχτα.
Τα τελευταία του λόγια ήταν όπως συνήθως μετρίως κατευναστικά με την υπερβολική αλήθεια που τον χαρακτήριζε! Μαζί φυσικά με το απαραίτητο ρήμα που την έκανε να νιώθει σιγουριά μέσα στην τρομερή ανασφάλεια που το ίδιο το ρήμα της δημιουργούσε:
«Το ξέρεις ότι σ αγαπώ υπερβολικά, αλλά δεν θα καταπιέσω τον εαυτό μου να κάνει κάτι που δεν θέλει. Η προσωπική μου ελευθερία και ανεξαρτησία είναι πάνω από ο,τιδήποτε. Αγαπάω τον εαυτό μου πολύ περισσότερο μωρό μου!».
Τον άκουγε! Καταλάβαινε κάθε του λέξη, όχι όμως απαραίτητα το νόημά τους. Κι αυτή τον αγαπούσε πάρα πολύ, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο. Αντιλαμβανόταν ακριβώς τι της έλεγε: και οι δυο αγαπούσαν εκείνον. Ίσως αυτό να ήταν το βασικό ζήτημα. Κάθε λεπτό που περνούσε, όλο και ισχυροποιούταν στο μυαλό της ότι αυτό ήταν και το μοναδικό πρόβλημα. Αν μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει ως πρόβλημα. Μέσα της αντιδρούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ό,τι αισθανόταν ως απόλυτη ευτυχία, είχε ξαφνικά γίνει πρόβλημα και ανυπέρβλητο εμπόδιο.
«Θέλεις να φύγουμε; Φαίνεσαι κουρασμένος», του είπε χαμηλόφωνα, ξέροντας πως πάντα του άρεσε να του λέει ότι καταλαβαίνει την κατάστασή του, μετά από την κοπιαστική μέρα που σχεδόν πάντα είχε. Όχι ότι το συμμεριζόταν. Η δουλειά του ήταν τέτοια που οποιοσδήποτε άλλος την έβλεπε ως διασκέδαση, εκτός από αυτόν τον ίδιο. Όσο κι αν ευχαριστιόταν με ό,τι καταπιανόταν όλη τη μέρα, στο τέλος της ένιωθε τρομερά κουρασμένος και καταπονημένος.
Κατά βάθος πίστευε ότι το έκανε επίτηδες για να την αποφύγει, για να μην περάσει την υπόλοιπη νύχτα μαζί της. Επέλεγε μια ή δυο μέρες τη βδομάδα να κοιμηθεί στο σπίτι της ανάλογα κατά πως τον βόλευε. Εκείνον κι όχι αυτήν! Εξ άλλου εκείνος ήταν ο «αρχηγός», εκείνος είχε ζωή με υποχρεώσεις, εκείνος ήταν ο πολυάσχολος. Αυτή απλώς υπήρχε για να ζει μέσα από αυτόν. Να αποδέχεται ό,τι του συμβαίνει, να ανέχεται κάθε τι που διαμόρφωνε καθημερινά τη ζωή του. Να υπομένει τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες του, να αντέχει ολόκληρη τη ζωή του σα να ήταν η δική της ζωή, την οποία όμως δεν είχε κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν επιλέξει.
Έτσι και τώρα. Εκείνος έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του , γιατί εκεί μόνο ένιωθε ασφάλεια και σιγουριά. Στους ανθρώπους του, που είχε περισσότερα κοινά μαζί τους, στον οικείο χώρο του !
Αναρωτιόταν που είχε κάνει λάθος! Γιατί όλα αυτά που εκείνος προτιμούσε να είναι…να κάνει μακριά της, αυτή τα ήθελε μόνο κοντά του. Όπου ήταν εκείνος ήταν ο οικείος χώρος της, εκείνος ήταν ο άνθρωπός της , μαζί του ένιωθε μόνο ασφάλεια και σιγουριά. Του το είχε δώσει από νωρίς να το καταλάβει και ίσως να το εκμεταλλεύτηκε. Να θεώρησε δεδομένα όσα η ίδια κάθε φορά αισθανόταν ότι γεννιόντουσαν μέσα της για πρώτη φορά. Μετά από τόσο καιρό κάθε φορά που τον έβλεπε, ήταν σαν τον έβλεπε για πρώτη φορά, κάθε φορά που τον φίλαγε, εξερευνούσε το στόμα του όπως την πρώτη φορά, μύριζε το άρωμά του για πρώτη φορά, ξάπλωνε μαζί του με την ταραχή της πρώτης φοράς, έκανε έρωτα μαζί του σαν να μην υπήρχε ούτε εχθές αλλά ούτε και αύριο! Αυτό, ναι, την πονούσε!
Δεν περίμενε ούτε τώρα να της πει κάτι καινούριο, ούτε ξαφνικά να την αγκαλιάσει σφιχτά και να καταλήξουν μαζί στο κρεβάτι. Μετά το ακατάσχετο λογύδριο του για την ανεξαρτησία, την ελευθερία και την αλήθεια, οποιαδήποτε ελπίδα για ερωτική συνεύρεση , φάνταζε μακρινή έως φρούδα.
Σηκώθηκε και τίναξε τα μαλλιά τη πίσω με μια ανέμελη κίνηση που δεν πρόδιδε τίποτε από την αναστάτωση που ένιωθε μέσα της. Αυτός πλήρωσε γρήγορα τις μπύρες και έβαλε τα τσιγάρα του στην κωλότσεπη, όπως συνήθιζε. Ήταν η μόνη συνήθεια που μαρτυρούσε τις «λαικές» καταβολές του, σε σχέση με την επιμελημένη διανοουμενίστικη artistic συμπεριφορά που ήθελε να προβάλλει!
Προχώρησαν αμίλητοι το σκοτεινό δρόμο, μέχρι να φτάσουν στο αυτοκίνητο. Για πρώτη φορά ευχαρίστησε τον καλό της Θεό που κάποιοι δρόμοι στην πόλη ήταν θεοσκότεινοι. Τα δάκρυα που της ξέφυγαν, εύκολα τα σκούπισε με τις παλάμες της χωρίς να την καταλάβει το ταίρι δίπλα της, που προχωρούσε μουρμουρίζοντας κάποιον σκοπό που η ίδια δεν γνώριζε. Συνήθεια που την είχε πάντα όταν υπήρχαν αμήχανες στιγμές μεταξύ τους. Ήταν μια αμήχανη στιγμή! Σαν κάτι περίμεναν να συμβεί που δεν συνέβαινε. Όχι ακόμα!
Αυτή το ήξερε, η δική του αντίδραση απλώς το υπονοούσε.
Έφτασαν έξω από το αυτοκίνητο. Εκείνος από την πλευρά του οδηγού και αυτή στάθηκε όρθια στην πλευρά του συνοδηγού. Η λάμπα του δρόμου ακριβώς από πάνω τους φώτιζε αμυδρά τα σώματά τους. Προσπαθούσε να μην τον βλέπει και η εικόνα του ανατρέψει την απόφαση που είχε ήδη πάρει. Εκείνος μετά τα απαιτούμενα υβριστικά μισόλογα καθώς δεν έβρισκε τα κλειδιά του, άνοιξε το αυτοκίνητο και πήγε να μπει μέσα. Αυτή δεν κουνήθηκε από τη θέση της, γεγονός που δεν ξέφυγε της προσοχής του. Στάθηκε απέναντί της και την κοίταξε.
«Θα πάω με τα πόδια», του ξεστόμισε αποφασιστικά. Εκείνος φάνηκε να μην εκπλήσσεται. Το σπίτι της εξ άλλου δεν ήταν και πολύ μακριά.
«Είσαι σίγουρη;», ήρθε αμέσως η ερώτηση σα να περίμενε την αντίδρασή της. Δεν ήταν σίγουρη, μα ο τόνος του έκρυβε κάποια ανακούφιση. Του έγνεψε «ναι» χωρίς να πει τίποτε άλλο. Ήταν σίγουρη πως αν έλεγε κάτι περισσότερο ,η επόμενη κίνησή της ήταν να πέσει στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς. Και ήταν το τελευταίο που θα ήθελε να της συμβεί αυτή τη φορά. «Δεν έχεις να πεις τίποτε άλλο;» , συνέχισε εκείνος θέλοντας έτσι να δείξει πως η απόφασή της , ήταν αποτέλεσμα όλης της προηγούμενης συζήτησής τους. Αυτή απλώς κούνησε το κεφάλι της δεξιά- αριστερά σε μια πασήδιλη άρνηση να πει ο,τιδήποτε. Και μαζί, έτσι, ν’ αρνηθεί οποιαδήποτε έκφραση συναισθήματος που θα μπορούσε να την μπερδέψει ακόμα μια φορά στα πανίσχυρα δίχτυα τους συναισθήματος, που τόσο εύκολα ήξερε να την ρίχνει. Η θέλησή της επικράτησε. Η θέληση της λογικής της και όχι της καρδιάς της. «Πολύ καλά λοιπόν» , είπε αδιάφορα, ή με τον τρόπο του που ήθελε να φαίνεται αδιάφορος και μπήκε αμέσως στο αυτοκίνητο.
Αυτή έκανε αμέσως στροφή και ανηφόρισε το δρόμο γύρω από τον λόφο που θα την οδηγούσε σπίτι της. Το έκανε γρήγορα, σχεδόν σπασμωδικά μη θέλοντας να δει το βλέμμα του, που με το γνωστό του ύφος θα της «έλεγε»: «Ασε τις βλακείες και μπες μέσα». Αυτό δεν ήθελε να το δει , γιατί ήταν σίγουρη πως θα λύγιζε στην σιωπηρή προσταγή του.
Έφυγε! Σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που έφυγε εκείνος!
Προχωρούσε στο δρόμο ανέκφραστη. Ήθελε πολύ να βάλει τα κλάμματα αλλά δεν της έβγαινε ούτε ένα δάκρυ. Πίεσε πολύ τον εαυτό της για να δακρύσει αλλά δεν τα κατάφερε. Έφερνε συνέχεια στο μυαλό της τη μορφή του, τα μάτια του, το σώμα του, τα χέρια του. Τίποτα! Λες και είχαν στερέψει τα πηγάδια της καρδιά της. Έτσι ξαφνικά! Κοιτούσε που και που το κινητό της μήπως και κάποιο σημάδι από εκείνον δήλωνε το πρότερο πάθος του, να βρεθεί κοντά της no matter what…όπως χαρακτηριστικά πάντα έλεγε,χρησιμοποιοώντας ξιπασμένα την αγγλομάθειά του.
Αστείο πια το νόημα των λέξεων του. Οι συνήθειές του, βασανιστικά χαριτωμένες.
Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε σπίτι της. Ούτε που θυμόταν πώς άνοιξε την εξώπορτα της πολυκατοικίας, πώς μπήκε στο παλιό ασανσέρ, πώς βρέθηκε στο μικρό της διαμέρισμα που μύριζε για κάποιον περίεργο λόγο ακόμα το αρωμά του, παρ όλο που εκείνος είχε να πατήσει σε αυτό πάνω από μια βδομάδα.
Χωρίς ρούχα και μόνο με τα εσώρουχά της έπιασε τον εαυτό της να κοιτάει το ταβάνι σκεπασμένη μ’ ένα ελαφρύ σεντόνι στο υπέρδιπλο , άδειο κρεββάτι της. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Το απόλυτο κενό!
Ο ήχος από το κινητό της μαρτυρούσε ότι κάποιο μήνυμα τής είχαν στείλει. Κανείς από τους γνωστούς της δεν θα την θυμόταν τέτοια ώρα. Σίγουρα ήταν εκείνος. Ήξερε πολύ καλά τι θα της έγραφε. Κάτι συνηθισμένο, μια καληνύχτα, θα την έλεγε πάλι «μωρό μου» και θα αναρρωτιόταν γιατί δεν του μίλησε καθόλου τόση ώρα , ούτε για να του πει καληνύχτα. Ήξερε πολύ καλά τις αντιδράσεις του και δεν ήθελε να τις δει να επαληθεύονται για μια ακόμα φορά μπροστά της.
Ένιωθε κουρασμένη. Το μόνο που ήθελε ήταν να χαλαρώσει ,να ξεκουράσει το μαυλό και το σώμα της. Από την ένταση που η ίδια επιτέλους είχε δημιουργήσει.
Ασυνείδητα άρχιζε να χαιδεύει το κορμί της. Δεν την άρεσε. Ποτέ δεν της άρεσε να αγγίζει μόνη το κορμί της. Το μόνο χάδι που γνώριζε τόσα χρόνια ήταν το δικό του. Όχι το δικό της, το δικό του. Μόνο αυτό μπορούσε να της ξυπνήσει τις αισθήσεις.
Επέμεινε! Όσο κι αν δεν το ήθελε , όσο κι αν αποστρεφόταν τον ίδιο της τον εαυτό, συνέχιζε να αγγίζει ό,τι εκείνος είχε για καιρό ν’ αγγίξει: Το λαιμό της, το στέρνο της, το στήθος της, την κοιλιά της , τους γοφούς της, τα πόδια της. Όταν με το ζόρι έβαλε το χέρι της ν’αγγίξει τον στεγνό κόλπο της, άρχισαν δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Κι όσο πιο πολύ έκλαιγε , τόσο με περισσότερη βία εισχωρούσαν τα δάκτυλα στο μέρος που «ίδρωνε» στο παραμικρό άγγιγμά του και τώρα έμενε άνυδρο και ξερό.
Η κίνησή της γινόταν όλο και πιο βίαιη, όλο και πιο επίμονη. Μια πνιχτή κραυγή που αυθόρμητα βγήκε από τα χείλη της, τα υγρά που ένιωθε στα δάκτυλά της , η γρήγορη ανάσα της και το τέντωμα του κορμιού της, δήλωναν τον αναγκαστικό οργασμό που επέβαλε στον εαυτό της. Όχι όμως και την ικανοποίηση, όπως της την έδινε ο έρωτάς του, αλλά μια αίσθηση ενοχής και ολοκλήρωσης συνάμα. Σηκώθηκε όρθια και πήγε στην μπαλκονόπορτα της κρεββατοκάμαρας.
Ο λόφος μπροστά της έστεκε φωτισμένος και η ζέστη του καλοκαιριού έκανε να φαίνονται θαμπά τα δέντρα που τον πλαισίωναν. Εξαιτίας της ζέστης ή των υγρών ματιών της.
Όρθωσε για λίγο το σφιχτό κορμί της. Η κοιλιά της ανεπαίσθητα ακόμα έτρεμε. Η ανάσα της είχε επανέλθει σχεδόν στα κανονικά της επίπεδα. Με την ανάποδη του χεριού της σκούπισε τα μάτια της.
Πήρε βαθειά ανάσα.
Η νύχτα απέκτησε φως ξαφνικά. Πολύ φως. Για μια στιγμή της φάνηκε πως όλοι οι προβολείς είχαν στραφεί πάνω της. Την τύφλωναν! Της άρεσε αυτή η αίσθηση. Του επίκεντρου!
Κατάλαβε ! Τον κατάλαβε, τον ένιωσε έστω στιγμιαία. Και ηρέμησε.
Ο λόφος ήταν ακόμα εκεί. Ομορφότερος και πιο καθάριος σε όλο του το μεγαλείο!
Ανοιγόκλισε τα μάτια αργά. Χαμογέλασε αμυδρά. Τώρα έβλεπε καλύτερα.
Πολύ καλύτερα!
Ο Αλέξανδρος Ντερπούλης είναι συγγραφέας, υποψήφιος διδάκτορας Δημιουργικής Γραφής Το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και διδάσκει στο «Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής»
Επιμέλεια: Παναγιώτης Ντάϊκος
0 σχόλια: