Ποιο είναι το φυσιολογικό σωματικό βάρος;
Ένα βασικό εργαλείο μέτρησης, που χρησιμοποιείται στη διάγνωση της παχυσαρκίας είναι ο Δείκτης Μάζας/ Σώματος (Body Mass Index/ BMI). Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται διαιρώντας το βάρος σε κιλά με το ύψος σε μέτρα υψωμένο στο τετράγωνο, οπότε η μονάδα του BMI είναι τα Kg/m^2. Ανάλογα με τη μέτρηση αυτή ο καθένας κατατάσσεται στις παρακάτω κατηγορίες (Panuganti και συνεργάτες, 2023) :
- Λιποβαρής: BMI μικρότερος των 18,5 Kg/m^2
- Φυσιολογικό βάρος (Νορμοβαρής): BMI μεταξύ των 18,5Kg/m^2 και των 24,9Kg/m^2
- Υπέρβαρος: BMI μεταξύ των 25 Kg/m^2 και των 29,9 Kg/m^2
- Παχύσαρκος (τάξης 1): BMI μεταξύ των 30 Kg/m^2 και των 34,9 Kg/m^2
- Παχύσαρκος (τάξης 2): BMI μεταξύ των 35 Kg/m^2 και των 39,9 Kg/m^2
- Παχύσαρκος (τάξης 3): BMI μεγαλύτερος των 40 Kg/m^2
Σε μελέτη του 2006 (Kapantais και συνεργάτες, 2006) , στα πλαίσια της οποίας ελήφθησαν υπόψη στοιχεία από το ιστορικό 17,341 ανδρών και γυναικών, που κατοικούσαν στην Ελλάδα και είχαν ηλικία μεταξύ των 20 και των 70 ετών, υπολογίστηκε, πως ο μέσος BMI ανήρχετο στα 26,5 (27,3 Kg/m^2 για τους άνδρες και 25,7 Kg/m^2 για τις γυναίκες). Το δε ποσοστό του πληθυσμού, που παρουσίαζε παχυσαρκία έφθανε το 22,5% (26% για τους άνδρες και 25,7% για τις γυναίκες), ενώ υπέρβαρο ήταν το 35,2% του πληθυσμού (41,1% των ανδρών και 29,9% των γυναικών). Τα δε ποσοστά παχυσαρκίας παρέμεναν περίπου σταθερά ανεξάρτητα από την ηλικία, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά μεταξύ των γυναικών παρουσίαζαν αυξητική τάση με την ηλικία.
Σε γενικές γραμμές θεωρούμε, πως η εκδήλωση της παχυσαρκίας συνδέεται με την «ανισορροπία» μεταξύ της προσλαμβανόμενης από την τροφή ενέργειας και της καταναλισκόμενης ενέργειας για την κάλυψη των σωματικών αναγκών. Η παχυσαρκία είναι μία πολυπαραγοντική νόσος και η ανάλυση των αιτίων της, που κατά περίπτωσιν είναι γενετικά, πολιτισμικά και κοινωνικά, κείται πέραν του σκοπού στου παρόντος πονήματος. Άλλα αίτια της παχυσαρκίας περιλαμβάνουν τη μειωμένη σωματική δραστηριότητα, τις διαταραχές ύπνου, ενδοκρινικές διαταραχές, λήψη κάποιων τύπων φαρμακευτικής αγωγής, αλλά και την κατανάλωση τροφίμων, που έχουν υποστεί έντονη επεξεργασία και χαρακτηρίζονται από την εξαιρετικά υψηλή περιεκτικότητά τους σε υδατάνθρακες (Panuganti και συνεργάτες, 2023).
Η παχυσαρκία έχει συνδεθεί με την αύξηση των πιθανοτήτων εκδήλωσης πλήθους προβλημάτων υγείας γενικότερα, αλλά και προβλημάτων γυναικολογικής φύσης ειδικότερα, τόσο πριν, όσο και μετά την εμμηνόπαυση, αλλά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η παχυσαρκία και η διαφήμιση
Δια της σύγχρονης έρευνας έχει διαπιστωθεί, ότι η διαφήμιση σαφώς και επηρεάζει τη διαμόρφωση της καταναλωτικής συμπεριφοράς, αλλά και των προτιμήσεων σε όλες τις ηλικίες. Φαίνεται δε, πως οι διαφημιστές, προκειμένου να «κατευθύνουν» τις προτιμήσεις του κοινού «εκμεταλλεύονται» συγκεκριμένους εξελικτικούς νευρωνικούς μηχανισμούς, δια των οποίων «καθοδηγείται» το άτομο προς συγκεκριμένες συμπεριφορές. Προκειμένου η διαφήμιση να επιτύχει τους στόχους της χρησιμοποιεί έντονες εικόνες και αισθητηριακά ερεθίσματα απευθυνόμενη στο συναίσθημα, αλλά και στο ορμέμφυτο (την ενστικτώδη και παρορμητική αντίδραση) ενός εκάστου. Έρευνες έχουν μάλιστα καταδείξει, πως η έκθεση του ατόμου σε θελκτικές εικόνες τροφής οδηγούν στην αύξηση της δραστηριότητας σε περιοχές του εγκεφάλου, οι οποίες σχετίζονται με την αίσθηση ανταμοιβής, όπως συμβαίνει και με τη χρήση εθιστικών ουσιών. Επομένως, τα ισχυρά οπτικά ερεθίσματα, που παρουσιάζουν φαγητό προκαλούν έντονη επιθυμία για την κατανάλωση συγκεκριμένων ειδών τροφής (λιγούρες), αυξάνουν την όρεξη και προάγουν την υπερφαγία (Baquedano και συνεργάτες, 2025).
Οι διαφημίσεις τροφίμων έχει άλλωστε φανεί, πως επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου, ιδιαίτερα των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων, ωθώντας τους σε αυξημένη κατανάλωση (Arrona-Cardoza και συνεργάτες, 2022).
Έχει δε διαπιστωθεί η άποψη, πως οι διάφορες διαφημιστικές εκστρατείες, αλλά και η πίεση των συνομηλίκων του περιγύρου επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τις διατροφικές επιλογές των εφήβων (Tsochantaridou και συνεργάτες, 2023). Για το λόγο αυτό οι επιστήμονες καλούν σε πιο «στενή» ρύθμιση των διαφημίσεων τροφίμων, προκειμένου να περιοριστεί η προβολή τροφίμων, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «υπέρ – επεξεργασμένα» (Fagerberg και συνεργάτες, 2019).
Πώς «λειτουργεί το μυαλό» στην υπερφαγία;
Επίσης, όσο το άτομο δημιουργεί αυτό, που ονομάζουμε «νοερή εικόνα», ήτοι «φαντάζεται», ότι βρίσκεται σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, εκφράζει τις σκέψεις του κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να «δημιουργεί» μία αληθοφανή εμπειρία. Θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι, όσο κάποιος «σκέπτεται έντονα», πως βρίσκεται σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, τρόπον τινά «βυθίζεται» στην εμπειρία της κατάστασης αυτής και τη «ζει σαν να ήταν πραγματική». Αυτή η διανοητική κατάσταση έχει περιγραφεί από διάφορες μελέτες και ως «υποκειμενικός ρεαλισμός» (subjective realism). Κατά τέτοιον τρόπο εσωτερικά «νοερά σήματα» ενεργοποιούν «προσομοιώσεις» κατανάλωσης τροφής (το άτομο «φαντάζεται έντονα», ότι τρώει) και παράλληλα ενεργοποιούνται και τα κέντρα του εγκεφάλου, που σχετίζονται με το αίσθημα της ανταμοιβής, ενώ και το πεπτικό σύστημα λειτουργεί σαν να «περιμένει» άμεσα ένα γεύμα («γουργουρίζει» το στομάχι, «τρέχουν» τα σάλια) (Baquedano και συνεργάτες, 2025).
Από στοιχεία της επιστημονικής έρευνας έχει καταδειχθεί, πως η υπερφαγία, η οποία οδηγεί στην παχυσαρκία καθορίζεται εν πολλοίς από γενετικούς μηχανισμούς, οι οποίοι εκφράζονται στον εγκέφαλο. Μάλιστα, το 75% των γονιδίων, τα οποία σχετίζονται με την παχυσαρκία, εκφράζονται («δρουν» ή «λειτουργούν») στον εγκέφαλο επηρεάζοντας τη λειτουργία του. Πράγματι, η εκδήλωση παχυσαρκίας έχει φανεί, πως σχετίζεται με διαφορές στη λειτουργία συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου (του μετωπιαίου λοβού, της αμυγδαλής και του ιπποκάμπου – βλ. εικόνα) οι οποίες είναι σημαντικές για τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, του ελέγχου των παρορμήσεων και της μάθησης (Arrona-Cardoza και συνεργάτες, 2022).
Ενδιαφέρον δε προκαλεί και το εύρημα, πως υφίσταται συσχέτιση μεταξύ του πάχους του φλοιού του εγκεφάλου (του επιφανειακού στρώματος του εγκεφάλου δηλαδή) και του BMI, αφού τέτοιου είδους δομικές μεταβολές του εγκεφαλικού ιστού επηρεάζουν την παρορμητικότητα του ατόμου και την τάση του προς ανεξέλεγκτη λήψη τροφής (Garcia-Garcia και συνεργάτες, 2022).
Πώς μπορώ να χάσω βάρος;
Δεν υπάρχει μέθοδος απώλειας βάρους, η οποία δεν περιλαμβάνει κάποιου είδους «παρέμβαση» στον τρόπο διατροφής του ενδιαφερομένου (Freire, 2020; Kim, 2021). Είναι σημαντικό επομένως να μεταβληθεί η «διατροφική συμπεριφορά» του ατόμου, που ζητά να χάσει βάρος.
Από την ανάγνωση της διεθνούς ιατρικής βιβλιογραφίας προκύπτει, πως η υποβολή σε Γνωσιακή Συμπεριφορική Κλινική Υπνοθεραπεία (ονομάζεται και «Κλινική Ύπνωση») των παχύσαρκων ατόμων οδηγεί σε βελτίωση των διατροφικών συνηθειών (Roslim και συνεργάτες, 2020; Delestre και συνεργάτες, 2022) και απώλεια βάρους (Erşan & Erşan, 2020; Roslim και συνεργάτες, 2022). Στα πλαίσια της κλινικής ύπνωσης συχνά το άτομο κατευθύνεται από τον υπνοθεραπευτή στην «διανοητική δοκιμή/ πρόβα» (cognitive rehearsal), στα πλαίσια της οποίας οδηγείται να «φαντασθεί» τον εαυτό του να καταναλώνει τροφές χαμηλής θερμιδικής αξίας (Comșa και συνεργάτες, 2022). Επίσης, όπως η διαφήμιση χρησιμοποιεί τη «νοερή εικόνα», προκειμένου να «οδηγήσει» το άτομο στην αλόγιστη κατανάλωση τροφής, η ίδια τεχνική χρησιμοποιείται και στα πλαίσια της κλινικής ύπνωσης, μόνο που στην περίπτωση αυτή η «κατευθυνόμενη» από το θεραπευτή «νοερή εικόνα» οδηγεί το άτομο στην κατάκτηση του έλλογου ελέγχου της όρεξής του και της διατροφής του (Giacobbi και συνεργάτες, 2018).
Πολλοί είναι οι θεραπευόμενοι, οι οποίοι θέλουν να χάσουν βάρος και φοβούνται – όχι τελείως άδικα – ότι η στέρηση της τροφής στα πλαίσια της δίαιτας, που θα χρειαστεί να ακολουθήσουν, θα προκαλέσει ακόμα πιο έντονη επιθυμία για φαγητό, η οποία ενδεχομένως να καταστεί και «ακατανίκητη». Στα πλαίσια της κλινικής ύπνωσης όμως γίνεται κατανοητό, πως ναι μεν η μειωμένη πρόσληψη τροφής στα πλαίσια της διαδικασίας απώλειας βάρους σχετίζεται με αύξηση της έντασης της επιθυμίας για κατανάλωση τροφής (αύξηση της «λιγούρας» δηλαδή), αλλά σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα ο περιορισμός στην πρόσληψη τροφής στην πραγματικότητα οδηγεί σε μείωση της έντασης της επιθυμίας για κατανάλωση τροφής μειώνοντας τις «λιγούρες» (Meule, 2020) .
Ενδιαφέρον δε παρουσιάζει και μελέτη, οι συντάκτες της οποίας διετύπωσαν την υπόθεση, πως δια της κλινικής ύπνωσης επιτυγχάνεται έλεγχος της όρεξης δια της μεταβολής των ορμονών και των πρωτεϊνών, που ρυθμίζουν την όρεξη (Cioffi και συνεργάτες, 2020).
Τι είναι η κλινική ύπνωση;
Ο πλήρης τίτλος της εν λόγω μεθόδου είναι «Γνωσιακή Συμπεριφορική Κλινική Υπνοθεραπεία». Κατ’ ουσίαν σε αυτή «συνδυάζεται» η ύπνωση με τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία.
Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας, το οποίο εστιάζει στον τρόπο, που οι σκέψεις, οι πεποιθήσεις και οι στάσεις ζωής ενός εκάστου επηρεάζουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του. Το συγκεκριμένο είδος θεραπείας αποσκοπεί στην απόκτηση εκ μέρους του θεραπευομένου δεξιοτήτων, χάρη στις οποίες αυτός θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με τρόπο λειτουργικό διάφορες καταστάσεις, που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως προβληματικές. Εν ολίγοις, δια της Γνωσιακής Συμπεριφορικής Θεραπείας εξετάζονται οι γνωσίες («ο τρόπος σκέψης») και οι συμπεριφορές («ο τρόπος δράσης») και αξιολογείται το κατά πόσον αυτές βοηθούν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής. Εν τέλει διερευνάται το ενδεχόμενο δυνατότητας εκτέλεσης τροποποιήσεων των γνωσιών και των συμπεριφορών, προκειμένου να καταστούν χρηστικές, αποτελεσματικές και λειτουργικές (Chand και συνεργάτες, 2023).
Στα πλαίσια της «Γνωσιακής Συμπεριφορικής Κλινικής Υπνοθεραπείας» η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία συνδυάζεται με την Κλινική Ύπνωση. Ο όρος Κλινική Ύπνωση θεωρείται πρακτικά ταυτόσημος με τον όρο Υπνοθεραπεία (Geagea και συνεργάτες, 2024). Ως ύπνωση ορίζεται μία κατάσταση, στην οποία το άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση (είναι ξύπνιο) και εν πλήρει συνειδήσει (έχει αντίληψη της κατάστασης), ενώ η προσοχή του έχει αποσπασθεί από το άμεσο περιβάλλον και έχει εστιασθεί σε «εσωτερικές εμπειρίες», όπως συναισθήματα, γνωσίες ή εικόνες (Heap, 2012).
Η ύπνωση «εισάγει» το άτομο σε μία κατάσταση «τροποποιημένης συνειδητότητας», η οποία αποτελεί τμήμα της ανθρώπινης εμπειρίας. Σε τέτοια κατάσταση το άτομο εισέρχεται, όταν – για παράδειγμα – «ξεχνιέται» διαβάζοντας ένα καλό βιβλίο, οδηγεί ακολουθώντας μία γνωστή διαδρομή, προσεύχεται, διαλογίζεται ή όταν εμπλέκεται σε μία μονότονη ή δημιουργική δραστηριότητα (Williamson, 2019) .
Όσο ο θεραπευόμενος είναι σε κατάσταση ύπνωσης, καθίσταται ανοικτός και δεκτικός στην υποβολή από το θεραπευτή. Δια της υποβολής ο θεραπευτής περιγράφει λεκτικά «μηνύματα» ή εικόνες, οι οποίες κατατείνουν («οδηγούν») σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως είναι η ανακούφιση από την ψυχική πίεση και το άγχος ή τον πόνο (Williamson, 2019).
Η ύπνωση εξάλλου έχει περιγραφεί ως μία «συμφωνία» μεταξύ υπνοθεραπευτή και θεραπευομένου, προκειμένου ο δεύτερος να υποβληθεί σε μία ψυχοθεραπευτική τεχνική, στα πλαίσια της οποίας θα χρησιμοποιηθεί η υποβολή προκειμένου να επιτευχθούν μεταβολές στην αίσθηση, αντίληψη, γνωσία, συναισθηματική κατάσταση, διάθεση ή συμπεριφορά (Montgomery και συνεργάτες, 2002). Είναι επομένως σημαντικό να γίνει κατανοητό, πως οι όποιες αλλαγές επιτυγχάνονται δια της ύπνωσης προϋποθέτουν τη σύμφωνη γνώμη και ευθαρσώς διατυπωμένη συγκατάθεση του θεραπευομένου.
Ποιοι ασκούν τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Κλινική Υπνοθεραπεία;
Σύμφωνα και με τις οδηγίες τόσο της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (National Health Service/ NHS), όσο και του Βασιλικού Κολλεγίου των Ψυχιάτρων (Royal College of Psychiatrists) (αμφότεροι είναι θεσμικοί φορείς του χώρου της υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο), υπνοθεραπεία ασκούν επαγγελματίες υγείας, όπως είναι οι ιατροί, οι οποίοι έχουν λάβει τη σχετική εκπαίδευση και πιστοποίηση, ενώ – ιδανικά – είναι και μέλη διεθνών οργανισμών, που σχετίζονται με την υπνοθεραπεία.








0 σχόλια: