Ποιον τρέχουν να σώσουν για να τον αφήσουν υγιή βορά στα θηρία έπειτα;
Δυστυχώς, έτσι είναι η ζωή. Μια συνεχής πτώση από σκάλες, ένας απόηχος από κόκκαλα που σπάνε και σάρκα που υπομένει τον πόνο. Το έχω δει να συμβαίνει στους πιο δυνατούς, στους πιο γενναίους, στους πιο οργανωτικούς που παλεύουν να αποκλείσουν το χάος από τη ζωή τους.
Το είδα να συμβαίνει και σε εκείνους που στέκουν πάντα διστακτικοί και καχύποπτοι απέναντι στους καλοθελητές. Το είδα να συμβαίνει και σε εμένα, με πρωταγωνιστές ανθρώπους που τους πίστευα.
Άνθρωποι που σε σπρώχνουν να πέσεις μια ώρα αρχύτερα. Άνθρωποι που σου κρατούν το χέρι τη μια στιγμή και την άλλη στο αφήνουν, εγκαταλείποντάς σε οριστικά στην εξορία σου, ένα τραγικό έρμαιο της ροπής αδράνειας με κατεύθυνση το κενό.
Άνθρωποι που σε πείθουν να στηριχτείς στον ώμο τους και αποχωρούν απότομα. Άνθρωποι που τους σώζεις από τη δική τους πτώση για να σε παρασύρουν, τελικά, στο γκρεμοτσάκισμα που προοριζόταν για εκείνους. Που εσύ τους έσωσες από αυτό.
Τί νόημα έχει να κάτσω να μετρήσω απόψε ποια πτώση πόνεσε περισσότερο από όλες; Κι ήταν άραγε η πτώση που πόνεσε; Ήταν η ανώμαλη προσγείωση ή η υπόσχεση πως δεν θα μου αφήσουν το χέρι που μου έδωσε τη χαριστική βολή;
Ο πόνος δεν κάνει διακρίσεις ποτέ. Και συνήθως η παρουσία του γίνεται ακόμα πιο αισθητή όταν σε βρίσκει απροετοίμαστο. Πονάει ακόμα περισσότερο όταν οριζοντιώνεις σώμα, ψυχή και αξιώσεις στο έδαφος που άνοιξε φιλόξενα την αγκαλιά του.
Πονάει η θύμηση των λέξεων, η χροιά των υποσχέσεων, οι ατελέσφορες ελπίδες, την ώρα που κάθεσαι κουρελιασμένος στον τόπο του εγκλήματος και τις συλλογιέσαι. Πονάει περισσότερο που περίμενες πούπουλα και κατέληξες στο τσιμέντο.
Και πονάει, επίσης, που τόσα χρόνια, ακόμα δεν έμαθες να προετοιμάζεσαι για να πέσεις. Να πέσεις κάτω και να πέσεις έξω. Να πέσεις μέσα, τελικά, στις προβλέψεις που απέφευγες επιμελώς να αντικρύσεις κατάματα.
Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από ψέμα και θάνατο. Γεμίζει ο τόπος με τις ψευδαισθήσεις και τα ψέματά τους. Εξαντλείται η ζωή τους από το προαίσθημα του θανάτου, ακόμα κι όταν νομίζουν πως μπορεί να αναβάλλεται για τους ίδιους αιώνια.
Πώς μπόρεσες να αφεθείς στα χέρια και τους ώμους τους; Πώς μπόρεσες να πιστέψεις ότι δεν είσαι μόνος, ότι μπορείς να βασιστείς πάνω τους; Η ίδια ερώτηση τριβελίζει το μυαλό σου πάντα στο μεσοδιάστημα της συνειδητοποίησης, στην ατμόσφαιρα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην τρικλοποδιά και την προσγείωση στο χώμα. Στο κενό ανάμεσα σε εσένα εν ώρα πτώσης και το πάτωμα.
Τα χέρια είναι αδέξια, οι ώμοι σκληροί. Ακόμα κι όταν είναι πολύ απαλά, είναι τα χέρια που θα σε στραγγαλίσουν. Ακόμα κι όταν μυρίζουν άνοιξη και εμπιστοσύνη, είναι οι ώμοι που θα γείρουν επικίνδυνα.
Ακόμα κι όταν στάζουν μέλι και προσδοκίες και υποσχέσεις και κυριακάτικα πρωινά και κοινά όνειρα και αγάπη και διαφημίσεις του Βιτάμ. Καταραμένη προπαγάνδα ευτυχίας. Καταραμένα ρομαντικά μυαλά. Καταραμένη εύπιστη ψυχή. Καταραμένο σύννεφο.
Το πάτωμα δεν μου αρέσει να το κατηγορώ. Είναι φίλος. Το σύννεφο τα φταίει όλα και το κλούβιο μου κεφάλι. Και το δικό σου, αν σε βρίσκω σε παρόμοια φάση. Το πάτωμα δεν σου φταίει σε τίποτα, να ξέρεις. Το πάτωμα έχει πάντα την αγκαλιά του ανοιχτή για σένα, ακόμα κι όταν οι άλλες αγκαλιές έχουν κλείσει ερμητικά ή σου γύρισαν την πλάτη.
Κάτσε σκέψου λίγο ακόμα με τον καφέ στο χέρι, εκεί, στο πάτωμα. Κι άντλησε από αυτό τη δύναμή σου να σηκωθείς.
Σκέψου τις νωχελικές και σίγουρες κινήσεις των χεριών σου, καθώς θα βρίσκεις το κουράγιο να σταθείς ξανά στα πόδια σου. Πώς θα αδράξεις ξανά τη ζωή σου και θα πάρεις τον έλεγχο του κορμιού και του μυαλού σου στα χέρια σου. Πώς θα βάλεις κάτω την παλάμη για να δώσεις στο σώμα σου την ώθηση που του αξίζει. Μόνο προς τα πάνω.
Οραματίσου τη στιγμή που θα στέκεσαι και πάλι όρθιος. Αλλά όχι για πολύ, γιατί όσο είσαι στο πάτωμα, τόσο σε ποδοπατάνε. Θα το έμαθες, ελπίζω, πια.
Γι’αυτό, σήκω. Σήκω. Τώρα.
0 σχόλια: