Λόγια. Ο τρόπος να εκφράζεις τις ανάγκες σου, τα συναισθήματά σου, τα θέλω σου. Λέξεις που κλωτσάς στον αέρα για να σπάσεις την ησυχία της σιωπής. Σε προστατεύουν απ’ την αμηχανία, σε βγάζουν από τη δύσκολη θέση και συχνά σε βάζουν σε άλλη.
«Τι κάνεις;», «Πώς σε λένε;», «Πώς είσαι;», «Θα βρέξει», «Μην αργήσεις», «Έρχομαι», «Όλα καλά», «Όλα κατά διαόλου», «Πεινάς;», «Τι να φτιάξω πάλι αύριο για φαγητό;», «Βαρέθηκα», «Χωρίζουμε», «Φεύγω», «Στον αγύριστο», «Μου λείπεις».
Κουβάρια λέξεις. Κουβάρια αισθήματα. Ψάχνουν να βρουν μια θέση στον κόσμο. Να βγουν απ’ το λαιμό, να ακουστούν, να φύγουν από μέσα σου, να πάρουν το δρόμο τους κι αυτές. Να ‘ρθουν άλλες, καινούριες. Οι ίδιες με άλλο νόημα, με άλλη διάθεση, με διαφορετικό ηχόχρωμα.
«Μίλα. Γιατί δε μιλάς; Έχεις κάτι; Θέλεις να το συζητήσουμε;»
Υπερεκτιμημένη επικοινωνία οι λέξεις. Οι λέξεις που ακούς. Οι λέξεις που γράφεις. Τηλέφωνα, μηνύματα, συνομιλίες, διάλογοι. Να πάμε για ένα καφέ να τα πούμε. Να πιούμε ένα ποτό να ανοίξουμε τις καρδιές μας. Να βρει ο πόνος τρόπο να εκφραστεί. Να μιλήσεις για όσα σκέφτεσαι κι όσα δε σκέφτεσαι. Όσα φοβάσαι να παραδεχτείς. Όσα δειλιάζεις να πράξεις.
Δε μιλάει. Κλειστός τύπος. Περίεργος. Παράξενος. Αχώνευτος. Απλά σιωπηλός. Δεν ξοδεύει τα λόγια του.
Δεν είναι όλες οι μέρες, οι ώρες, οι καταστάσεις, οι στιγμές, ίδιες. Δεν είναι τα λόγια ο μόνος τρόπος να εκφραστείς, να μιλήσεις, να ακουστείς.
Είναι και η σιωπή ένας τρόπος να μιλήσεις. Ο πιο δύσκολος. Ο πιο μοναχικός. Ο πιο δικός σου. Κατάδικός σου. Μαζεύονται οι σκέψεις μέσα σου. Σφίγγουν το στομάχι. Δοκιμάζουν τους παλμούς. Στριμώχνονται στα μηνίγγια. Μαγκώνουν στα δάχτυλα. Ζυμώνονται στο κεφάλι. Ξαγρυπνούν στα μάτια. Ξεροκαταπίνουν στο λαιμό. Σκέψεις. Εδώ, εκεί, παραπέρα.
Σκέψεις και κόντρα σκέψεις που δεν απέκτησαν φωνή, που δεν έγιναν πράξεις. Παλεύουν με τα όρια του κορμιού. Ώρες που μπαίνουν στο αθόρυβο κι ώρες που θεριεύουν και θέλουν να βγουν να χορέψουν, να κολυμπήσουν, να τσακίσουν. Να μείνουν κρυφές, να φανερωθούν; Δεν ήρθε η ώρα τους ακόμη.
Κι απέναντι εσύ. Εσύ που δεν ακούς. Παρεξηγείς. Κρίνεις. Βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Να καταλάβεις τι κρύβεται πίσω από τα τείχη. Σαν εισβολέας με το ζόρι να ανοίξεις μία χαραμάδα, να δεις τι γίνεται από πίσω. Δε δίνεις χώρο, δε δίνεις χρόνο. Περιμένεις απαντήσεις. Λόγια να έρθουν να σου χαϊδέψουν τα αυτιά. Να σου καλύψουν το ενδιαφέρον, να σου ταΐσουν την περιέργεια. Δε σκέφτεσαι πως μπορεί κανείς να μην είναι έτοιμος. Ούτε εσύ, ούτε ο άλλος. Έτοιμος να νιώσεις, να δεχτείς, να καταπιείς τα όσα στέκουν ανάμεσα. Δεν είναι όλα προορισμένα για συζήτηση. Δεν είναι εύκολο να χωνευτούν.
Ξεχνιέσαι. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Δεν είναι όλοι φλύαροι φαφλατάδες. Δε θέλουν να λένε για να λένε. Θέλουν όταν πουν να το εννοούν, να το δείξουν, να το φωνάξουν ή να ψιθυρίσουν. Όταν θα είναι έτοιμοι, τότε θα έχει κι αξία.
Ξεχνάς τη σημασία της σιωπής. Δεν τη σέβεσαι. Δεν την υπομένεις. Ίσως τη φοβάσαι. Ίσως να αρνείσαι να δεχτείς πως η σιωπή θα είναι η μόνη απάντηση που θα λάβεις. Ίσως και η καλύτερη. Η πιο τίμια. Εκείνη που σου λύνει όλες τις απορίες γιατί ίσως πια να μην έμεινε τίποτε άλλο να ειπωθεί.
Ναι, αλλά δε μιλάει.
Αν μιλάει, λέει. Αν ήξερες, πόσα λέει που δεν ήρθε ακόμη η ώρα τους να γίνουν χείμαρρος και να μην αφήσουν όρθιο τίποτε στο διάβα τους. Αλλά εσύ χάνεις το χρόνο σου περιμένοντας ένα ζευγάρι χείλη να ανοίξουν. Μάταια. Η σιωπή δεν ακούγεται.
Γράφει η Κατερίνα Χήναρη
0 σχόλια: