Για τους περισσότερους ανθρώπους, μια αεροπορική πτήση είναι η καλύτερη ευκαιρία για να ξεκινήσουν την περίφημη δίαιτα που πάντα ανέβαλλαν. Ή για να αναθεωρήσουν κάποιες αντιλήψεις τους για το φαγητό.
Φαίνεται ότι η ποιότητα του φαγητού, για κάποιο παράξενο λόγο, έρχεται σε άμεση αντίθεση με το ύψος. Γενικά μιλώντας, όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις τόσο χειρότερο είναι το φαγητό. Είτε πρόκειται για το εστιατόριο στην οροφή ενός ξενοδοχείου ή στον 32ο όροφο ενός ραδιοτηλεοπτικού πύργου, είτε για το γεύμα σε ένα αεροπλάνο.
Για κάποιο παράξενο λόγο το ίδιο συμβαίνει και με την ταχύτητα: Η σχέση του φαγητού με την ταχύτητα είναι αντιστρόφως ανάλογη.
Οσο μεγαλύτερη η ταχύτητα τόσο χειρότερο το φαγητό, είτε το καταναλώνεις είτε το παράγεις με ταχύτητα.
Το φαγητό στις αεροπορικές πτήσεις τυχαίνει να συγκεντρώνει πάνω του και τα δύο αυτά αρνητικά στοιχεία: Υψος και ταχύτητα. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό ανέκδοτο για το φαγητό στις αεροπορικές πτήσεις: Η αεροσυνοδός πλησιάζει τον μισοκοιμισμένο επιβάτη και τον ρωτά: «Θα δειπνήσετε;». «Ποιες είναι οι επιλογές μου;», απαντά εκείνος με μεγάλες προσδοκίες. «Ναι ή όχι», του λέει αυστηρά η αεροσυνοδός.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα για ποιο λόγο το φαγητό στις αεροπορικές πτήσεις έχει πάρει τόσο σημαντικές διαστάσεις. Ισως κανένα άλλο θέμα σ' αυτόν τον κόσμο δεν έχει γίνει τόσο κοινό αντικείμενο χιούμορ.
Συνήθως στο αεροπλάνο μπαίνεις για να τελειώσει το ταξίδι όσο πιο γρήγορα γίνεται και όχι για να το «ευχαριστηθείς».
Ταυτόχρονα, ειδικά αν πρόκειται για επαγγελματικό ταξίδι, ποτέ δεν έχεις και την επιλογή της αερογραμμής. Τις περισσότερες φορές ό,τι και να αποφασίσεις να φας, η ενασχόλησή σου με το φαγητό θα περιοριστεί στο καυτό δίλημμα «να ξεκινήσω από το κόκκινο ή από το πράσινο μέρος του πολύπλοκου οργανωτικά αυτού πιάτου που θυμίζει την αρχιτεκτονική δομή των διαμερισμάτων του Τόκιο;».
Η αεροσυνοδός πλησιάζει τον μισοκοιμισμένο επιβάτη και τον ρωτά: «Θα δειπνήσετε;». «Ποιες είναι οι επιλογές μου;», απαντά εκείνος με μεγάλες προσδοκίες. «Ναι ή όχι», του λέει αυστηρά η αεροσυνοδός.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια πολλές αεροπορικές εταιρείες έχουν ξεκινήσει μια προσπάθεια να βελτιώσουν το φαγητό χρησιμοποιώντας μεγάλους σεφ ως consultants και διαιτολόγους, έτσι ώστε το φαγητό να φτάσει σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Βέβαια, αυτό έχει συμβεί μόνο στις εταιρείες με τις οποίες εγώ δεν πετάω, γιατί τελευταία «συμμετείχα» εθελοντικά και σε πτήση όπου έπρεπε να αγοράσω το φαγητό ή να το πάρω «to go» μόνος μου από εκείνο το καταπληκτικό εστιατόριο-deli του αεροδρομίου.
Βέβαια, μέσα σ' όλα αυτά τα προβλήματα, μια και το ταξίδι εμπεριέχει έντονα και το στοιχείο του συμβολισμού, πρέπει να αντιμετωπίσεις και τον έντονα ταξικό χαρακτήρα του γεύματος στο αεροπλάνο: Στην πρώτη θέση τα πιάτα είναι από fine china (πορσελάνη καλής ποιότητας), στην business από bone china (πιο χοντροκομμένη δηλαδή) και στην economy τα πάντα είναι τυλιγμένα στον μαγικό κόσμο του πλαστικού, μέσα στον οποίο πιθανά ανήκει και το φαγητό που θα φας.
Στις «καλές» θέσεις έχεις επιλογές μενού και κρασιού, και βέβαια επιλογή επιδορπίου.
Στις υπόλοιπες το κρασί είναι κόκκινο ή λευκό και το επιδόρπιο είναι αυτό που απομένει πάνω σε όλα τα δισκάκια όταν τα μαζεύουν βιαστικά λίγο πριν αρχίσει την «κάθοδο» ο πιλότος.
Η λογική του αεροπορικού ταξιδιού είναι να σε κάνει να νιώσεις ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν συμβαίνει, τίποτα δεν αλλάζει: Πρωινό, μεσημεριανό, δείπνο, καφές ενδιάμεσα και πότε πότε και καμιά έκπληξη, όπως τα σοκολατάκια, με πολλαπλά διαλείμματα για «κινηματογράφο και διασκέδαση».
Μάλιστα, πολλοί επιβάτες νιώθουν τόσο πολύ σαν να μην συμβαίνει τίποτα, που κατευθύνονται προς τις τουαλέτες με την οδοντόβουρτσα στο χέρι.
Η σχέση του φαγητού με το ταξίδι υπήρξε πάντα νευρωτική.
Από τη μία, το ταξίδι υπόσχεται πάντα το φαγητό με την «ακυρωτική» σε μεγάλο βαθμό έννοια της ανακάλυψης νέων γεύσεων, τεχνικών και πρώτων υλών, και από την άλλη έναν υποβόσκοντα αρνητισμό απέναντι στις «παράξενες» γεύσεις του άλλου.
Η σύνθεση αυτών των δύο συναισθημάτων είναι πάντα δύσκολη, αλλά όχι ακατόρθωτη.
Γίνεται ακατόρθωτη μόνο μέσα στο αεροπλάνο και μάλιστα χωρίς να την καταλάβει κανένας.
Οι πιο ψαγμένοι καταφεύγουν σε τρικ: Θα ισχυριστούν ότι είναι χορτοφάγοι ή ότι για θρησκευτικούς λόγους θέλουν κάποιο ιδιαίτερο γεύμα που να συνδυάζεται με την αδυναμία τους να φάνε λακτόζη, πιστεύοντας ότι έτσι κάποιος θα δώσει μεγαλύτερη προσοχή.
Σύμφωνα με τους γιατρούς, κάτι συμβαίνει στον ανθρώπινο οργανισμό όταν βρίσκεται πάνω από τα 20.000 πόδια, και δεν μπορεί να αφομοιώσει εύκολα την τροφή. Η τροφή σε αυτά τα ύψη και σε αυτές τις ταχύτητες είναι επίπονη. Ισως αυτό να οδήγησε τον Michel Lotito από το Παρίσι, αντί να τρώει στα αεροπλάνα, να φάει το ίδιο το αεροπλάνο, ένα Cessna 150, αργά και όσο πιο χαμηλά μπορούσε!
«Ψάρι ή κρέας;», «vegetarian ή vegan;». Ή, όταν πρόκειται για την οικονομική θέση, πολύ απλά: «ναι ή όχι;».
0 σχόλια: