Οι άνθρωποι που δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, φοβούνται την απόρριψη και είναι ανασφαλείς στις σχέσεις τους, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για προβλήματα υγείας από ό, τι εκείνοι που αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια.
Μια νέα έρευνα δείχνει ότι αυτή η αβεβαιότητα για τις σχέσεις συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για ορισμένες παθήσεις, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή προσβολή και υψηλή αρτηριακή πίεση.
Τα αποτελέσματα της μελέτης αρχικά προκάλεσαν έκπληξη στους ερευνητές και αυτό γιατί το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών μέχρι στιγμής εστιάζει στη σχέση μεταξύ της ανασφάλειας ενός ατόμου και της κατάστασης υγείας του σε θέματα που έχουν να κάνουν με σωματικό πόνο, όπως η αρθρίτιδα και όχι σε παθήσεις όπως τα καρδιαγγειακά.
«Η μελέτη υποδεικνύει ότι η ανασφάλεια συνδέεται με συγκεκριμένες και αρνητικές συνέπειες για την υγεία», δήλωσε ο ερευνητής Lachlan McWilliams, από το Πανεπιστήμιο Acadia στη Nova Scotia, στον Καναδά. «Ο πόνος είναι μια υποκειμενική εμπειρία με την έννοια ότι οι άνθρωποι μπορούν να τον βιώσουν περισσότερο ή λιγότερο έντονα, ενώ μια πάθηση όπως η καρδιακή προσβολή είναι ένα συγκεκριμένο, σαφές γεγονός», επεσήμανε.
«Και δεδομένου ότι αυτές οι αβεβαιότητες θεωρείται ότι αναπτύσσονται σε νεαρή ηλικία, η μελέτη έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από προηγούμενες έρευνες που δείχνουν ότι οι αρνητικές εμπειρίες στην παιδική ηλικία έχουν ένα ευρύ φάσμα αρνητικών αποτελεσμάτων από την άποψη της ψυχικής [και της σωματικής] υγείας αργότερα στη ζωή ενός ατόμου», πρόσθεσε.
Ασφάλεια, άρνηση ή ανασφάλεια
Η μελέτη εξέτασε τρεις πτυχές των συναισθηματικών σχέσεων: την ασφάλεια, την άρνηση και την ανασφάλεια.
Οι άνθρωποι που είναι άνετοι με τους άλλους, πρόθυμοι να εξαρτώνται από αυτούς και δεν τους πειράζει να δεθούν μαζί τους είναι αυτοί που έχουν ασφάλεια. Οι άνθρωποι που έχουν αμφιβολίες για τους άλλους, δε θέλουν να έρθουν κοντά τους και δεν εμπιστεύονται εύκολα είναι αυτοί που έχουν άρνηση. Αυτοί που θέλουν να έρθουν κοντά στους άλλους αλλά φοβούνται την απόρριψη έχουν ανασφάλεια.
Η γενετική και οι εμπειρίες της ζωής θεωρούνται παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν αυτά τα διαφορετικά στυλ συμπεριφοράς απέναντι στις σχέσεις σύμφωνα με τον McWilliams.
«Αν οι γονείς είναι αρκετά αδιάφοροι και δεν δίνουν μεγάλη προσοχή στα παιδιά τους, τα παιδιά μπορεί να αναπτύξουν άρνηση – να μάθουν να εξαρτώνται από τον εαυτό τους και όχι από τους άλλους», σημείωσε. «Οι γονείς που είναι ασυνεπείς, μερικές φορές υποστηρικτικοί και άλλες φορές όχι και τόσο, οδηγούν τα παιδιά στην ανασφάλεια».
Ο Lachlan McWilliams και ο συνεργάτης του S. Bailey Jeffrey ανέλυσαν τα στοιχεία ερευνών που αφορούσαν 5.645 ενήλικες ηλικίας από 18 έως 60 ετών. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν το ιατρικό ιστορικό τους για χρόνια προβλήματα υγείας, όπως η αρθρίτιδα, οι σοβαρές κεφαλαλγίες, ο χρόνιος πόνος, το εγκεφαλικό επεισόδιο και η καρδιακή προσβολή. Δήλωσαν επίσης αν είχαν διαγνωστεί με καρδιακή νόσο, υψηλή αρτηριακή πίεση, άσθμα, χρόνια πνευμονική νόσο, διαβήτη, σάκχαρο, έλκος, επιληψία, σπασμούς ή καρκίνο.
Τέλος η μελέτη εξέτασε και τη σχέση της ανασφάλειας με ψυχιατρικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη.
Αυτό που διαπίστωσαν οι ερευνητές είναι ότι η συναισθηματική άρνηση συνδέεται κυρίως με τον πόνο (αρθρίτιδα και πονοκεφάλους). Η συναισθηματική ανασφάλεια συνδέεται με τον πόνο αλλά και με καρδιαγγειακά προβλήματα, εγκεφαλικά επεισόδια και καρδιακή προσβολή. Η συναισθηματική ασφάλεια δεν φάνηκε να συνδέεται με κάποιο από τα προβλήματα υγείας που μελετήθηκαν.
Γιατί;
Αν και τα αποτελέσματα της μελέτης δεν προσδιορίζουν τους λόγους, για τους οποίους η ανασφάλεια συνδέεται με προβλήματα υγείας, οι ερευνητές κατέληξαν σε μερικές υποθέσεις.
«Οι σχέσεις των ανθρώπων σίγουρα επηρεάζουν τον τρόπο που αντιμετωπίζουν το άγχος», εξήγησε ο McWilliams. «Οι ανασφαλείς μπορεί να είναι πιο επιρρεπείς στην αντιμετώπιση του άγχους μέσω του τσιγάρου ή του ποτού, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε προβλήματα υγείας».
Τα άτομα με ανασφάλειες μπορεί να έχουν επίσης προβλήματα στη σχέση με το γιατρό τους.
«Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να μην πηγαίνουν στο γιατρό τους όταν πρέπει ή να μη δίνουν προσοχή στις οδηγίες του σχετικά με τη λήψη φαρμάκων ή με την αλλαγή του τρόπου ζωής τους», διευκρίνισε ο ίδιος.
Ο ΜcWilliams τόνισε ότι χρειάζεται να γίνει περαιτέρω έρευνα για να καθοριστεί τι βρίσκεται πίσω από αυτό το σύνδεσμο.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύονται στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού ‘’Health Psychology’’ (Ψυχολογία της Υγείας), που εκδίδει η Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση.
Πηγη:cosmo.gr
0 σχόλια: