Να πω τις φράσεις: «εδώ είμαι», «μαζί», «για σένα» και «για όσο».
Τα πράγματα, όμως, δεν έρχονται πάντα όπως τα περιμένουμε.
Έτσι και σʾ εμένα ˙ αντί για εκείνον, βρέθηκες μπροστά μου εσύ. Δε λέω, είχες καλά στοιχεία κι απʾ αυτά προσπάθησα να πιαστώ. Ήταν, βλέπεις, και η ανάγκη μου να ζήσω αυτό που ονειρευόμουν. Κι έτσι, προσπάθησα να γίνω ένα με ʾσένα.
Ξεκινήσαμε όμορφα μʾ αγνά κι αληθινά συναισθήματα, παρόλο που τα έδινες με το σταγονόμετρο. Είχα την ικανότητα να βλέπω κι όλα εκείνα που έδινες με τα μάτια σου, πριν εκείνα αρχίσουν σιγά-σιγά να μου καταστρέφουν τʾ όνειρο.
Κι ο χρόνος περνούσε.
Όμως, αντί να πηγαίνουμε μπροστά, πηγαίναμε όλο και πιο πίσω. Η ζωή ήταν μπροστά μας κι εσύ μου φώναζες να την αποφύγουμε. Η χαρά μʾ έβρεχε κι εσύ κρατούσες με μανία την ομπρέλα από πάνω μας, μην τύχει και μας αγγίξει.
Χαθήκαμε, αγάπη μου, πίσω από ρηχές συζητήσεις κι ανούσιες κουβέντες επιβολής και πεποιθήσεων! Μου στέρησες τη χαρά του νʾ αφήνομαι, να ζω, να γελάω.
Όποτε μʾ έβλεπες να χοροπηδάω και να κάνω βλακείες για να παίξουμε, με τραβούσες απʾ το μαλλί για να με επαναφέρεις στην πραγματικότητα.
«Δεν είναι αυτά για μας», έλεγες. «Μην κάνεις σαν παιδί, είσαι μεγάλη γυναίκα.»
Άρχισες να σχολιάζεις άσχημα ό,τι έκανα κι ό,τι έλεγα. Και το πιο σημαντικό; Δεν έπαψες ποτέ να μου τραβάς με μανία τα πόδια και να με κατεβάζεις από το ροζ μου συννεφάκι, στην καταθλιπτική σου πραγματικότητα. Μου πήρε καιρό να το καταλάβω κι αυτό γιατί επέμενα να γαντζώνομαι στις λίγες, όμορφες στιγμές μας. Εκείνες που αφηνόσουν κι ανέβαινες, έστω και λίγο, εκεί ψηλά μαζί μου.
Ο χρόνος πέρασε κι η ψυχή μου έμενε ακάλυπτη. Το σώμα μου πονούσε γιατί ενώ ξεκινούσαμε μαζί, εσύ μʾ έσπρωχνες άτσαλα για να περάσεις μπροστά. Κι εκεί, πάνω στο άτσαλο σπρώξιμό σου, ξύπνησα.
Τα μάτια μου άρχισαν να ξεθολώνουν και να βλέπουν καλύτερα. Μέσα από μια πιο καθαρή ματιά, μπόρεσα να δω πως πραγματικά δεν ήσουν αυτό που ήθελα. Δεν ήσουν εκείνος που μαζί του θα πετάξω. Είσαι, αντιθέτως, εκείνος που επιθυμεί μονίμως να μου κόψει τα φτερά.
Δεν έκανες ποτέ κάτι για να με δεις να γελάω. Πολύ με στενοχωρεί που δεν είχες αυτήν την ανάγκη.
Δεν ξέρω τι έχει συμβεί στη ζωή σου και σε κάνει να είσαι τόσο μουντός, ούτε και θέλω να μάθω ή νʾ αναλύσω για να μπω, και καλά, στη διαδικασία να σε δικαιολογώ και να υπομένω.
Όσο προσπαθούσα να σου δείξω, τόσο έκλεινες τα μάτια. ‘Οσο προσπαθούσα να σου πω, έκλεινες τʾ αυτιά, μην τύχει κι η ηχώ περάσει μέσα τους και σε κάνει να νιώσεις. Προσπαθούσα μʾ όλη τη δύναμη της ψυχής μου να σε κάνω ευτυχισμένο, να σε κάνω να πετάξεις ψηλά. Εσύ, αντίθετα, μʾ όση δύναμη είχες, κολλούσες με μανία τα πόδια σου στο πάτωμα
Φεύγω, αγάπη μου.
Έχω ανάγκη νʾ ακουμπήσω κάπου την ψυχή μου και να ξεκουραστώ
Δε θέλω να παλεύω για τʾ ακατόρθωτο. Η ζωή είναι μικρή κι εγώ θέλω να τη ζήσω, να την πιω σταγόνα˗σταγόνα. Για μένα πρωτίστως. Γιατί μου αξίζει.
Δεν μπορώ να προσπαθώ να σώσω έναν άνθρωπο που δε θέλει να σωθεί. Που δεν τον ενδιαφέρει ο εαυτός του, που φοβάται να γίνει ευτυχισμένος.
Η ζωή είναι έξω κι εγώ θα την παλέψω. Θα την πιάσω απʾ τα μαλλιά και θα τη φέρω στα μέτρα μου. Πέρασα ακανόνιστους ανέμους, μπόρες και φουρτούνες και ποτέ δεν γονάτισα.
Πώς φαντάστηκες πως θα με γονατίσεις εσύ;
Ποτέ δεν είπα φτάνει, ποτέ δεν πτοήθηκα. Αντιθέτως, βρήκα το ευαίσθητο σημείο της, στάθηκα δίπλα της και γίναμε ένα. Όλα έχουν τον τρόπο τους. Αρκεί να θέλεις να ζήσεις. Αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα και μέχρι να έρθει, οφείλω να είμαι έτοιμη.
Ανοίγω, λοιπόν, την ντουλάπα μου και πετάω ό,τι παλιό. Ό,τι δε μου πάει, δε μου ταιριάζει και δε με κάνει να νιώθω καλά. Μόνο έτσι θα κάνω χώρο στο καινούριο. Σε ʾκείνο που θα κοιτάξω ξανά και ξανά και όταν γυρίσω το κεφάλι μου θα είναι ακόμη εκεί.
Ο άντρας, λέει ο μπαμπάς μου, δε γυρνάει ποτέ την πλάτη του σε μια γυναίκα που του χαρίζει την ψυχή της. Κι αν το κάνει, δεν είναι για ʾκείνη.
Αντίο, αγάπη μου! Κρατάω μʾ αγάπη όσα μου έδωσες και κράτα με τη σειρά σου όσα πήρες από μένα, ώστε να συνεχίσεις όμορφα τη ζωή σου με τον τρόπο που επιθυμείς.
Γράφει η Ανδριάννα Γεροντή.
0 σχόλια: