ΜΕ ΕΝΑ φακό στερεωμένο στην κοτσίδα σαν ανθρακωρύχος και με τα πόδια να κρέμονται στον αέρα από το πατάρι, προσγειώθηκα στο χολ, αγκαλιά με τη βαλίτσα. Την κίτρινη, τη μεγάλη, των διακοπών. Γίνεται από μίνι καναπές μέχρι βασιλικός θρόνος, όταν το πλοίο έχει καθυστέρηση και πρέπει να περιμένεις για ώρες στο λιμάνι.
Αυτή τη μαγική βαλίτσα, που έχει και έξτρα θήκη για να βάλεις τα βρεγμένα χωριστά και άλλη για τα παπούτσια και πάνω από 15 μικρά κρυφά τσεπάκια -τα τελευταία τα ανακάλυψα πέρσι. Μάλλον αυτός που τη σχεδίασε είχε στο νου του τον Δον Κορλεόνε.
Κάθε χρόνο είναι ασήκωτη -τόσο που όποιος κακομοίρης κάνει το λάθος να βάλει ένα χεράκι, κάνει συμβόλαιο με τη δισκοκήλη και το λουμπάγκο. Στο πήγαινε, πάντως, όλες οι βαλίτσες διακοπών είναι ελαφριές, όπως και οι καρδιές των ανθρώπων. Σίγουρα πιο ελαφριές από όσα σε φορτώνει κάθε μέρα η Αθήνα -ακόμα κι αν δεν κρατάς τσάντα.
Ανοιξα το φερμουάρ της -ο ίδιος ήχος, σαν μακρόσυρτο χασμουρητό. Μυρίζει κλεισούρα. Αυτή τη χρονιά, δεν τη λες και χρονιά βαλίτσας. Τα ταξίδια ήταν περιορισμένα και σύντομα, ήταν ταξιδάκια-νεσεσέρ. Την έβγαλα στο μπαλκόνι για να αεριστεί, τίναξα και την άμμο που αφήνω κάθε χρόνο μέσα στην πλαϊνή θήκη -για γούρι. Αύριο, τέτοια ώρα θα βλέπω τα αστέρια από μια αυλή στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου.
Παραμονή των διακοπών. Ορκοι πάνω από την άδεια βαλίτσα: «Τόσα όσα», «Τίποτα περιττό», «Μόνο τα βασικά». Τους πατάς κάθε χρόνο, με τα τέσσερα ζευγάρια σανδάλια που πήρες μαζί. Δεν φταις εσύ. Είναι εκείνες οι φωνές που μόνο οι γυναίκες τις ακούν και έρχονται από τα έγκατα της ντουλάπας. Είναι το φόρεμα που διαμαρτύρεται «ε, γιατί πήρες εκείνο και όχι εμένα;» και μετά σε εκβιάζει το τζιν σου «Αν δεν με πάρεις, θα σε λιώσουν τα κουνούπια» και πετάγονται από την κρεμάστρα κάτι παντελόνες από τότε που πήγαινες λύκειο και όλα τα παρεό «εμείς είμαστε σκέτα πανιά, πάρε μας όλα».
Πλασιέ καλλυντικών θα είχε λιγότερα μπουκαλάκια από αυτά που έχει μέσα η κίτρινη βαλίτσα.
Εχει και το μαγικό ξεμπερδευτικό για τα μαλλιά και σπρέι για τη μύτη και στικ για τις τσούχτρες. Και όλη την γκάμα αντηλιακών για κάθε στάδιο μαυρίσματος: της ασπρουλιάρας, της ηλιοκαμένης, της ψημένης, της τηγανισμένης, της Αφρικανής -της πονεμένης που ψάχνει φαρμακευτική αλοιφή για τα εγκαύματα. Μαζί και ένα καλοκαιρινό κολιέ, αναμνηστικό από το ταξίδι της ξαδέρφης σου στην Κένυα- το φοράς και από το βάρος περπατάς σαν λύκος έτοιμος να επιτεθεί.
Στοιχηματίζω τα εισιτήρια του πλοίου -αύριο το μεσημέρι, θα έχει τεθεί σε ισχύ αυτός ο άγραφος νόμος που λέει ότι πήρες πάλι ένα σωρό βλακείες και δεν πήρες εκείνο το ΕΝΑ, το απαραίτητο, που χρειαζόσουν οπωσδήποτε. Προκειμένου να μην σου διαφύγει αυτό το ένα, η βαλίτσα είναι έτοιμη να σκάσει. Αν ήταν φαγητό, θα ήταν ντομάτα, γεμιστή με έναν λόφο ρύζι.
Κατάφερες να την κλείσεις; Πέντε λεπτά πριν φύγεις, σε επισκέπτεται ο διάβολος της δυσπιστίας, για να σπείρει αμφιβολίες: «τον φορτιστή τον έβαλα μέσα;».
Ανοίγεις τη μεγάλη τσάντα, βγάζεις το μικρό τσαντάκι, ανοίγεις το μικρό τσαντάκι, βγάζεις το πιο μικρό τσαντάκι, πουθενά. Μέσα σε χρόνο ντε-τε, το πάτωμα, γεμίζει με όλα όσα επιμελώς τακτοποιούσες με πειθαρχία προσκόπου, ώσπου το μάτι πέφτει στο καλώδιο που κρέμεται σε μια μικρή εξωτερική θήκη. Merd!
Στο παρά πέντε αρχίζεις να τα πετάς όλα μέσα. Κι είσαι σαν πλανόδιος στην Ερμού, που του σφύριξαν ότι έρχεται η δημοτική αστυνομία. Ανελέητη βιασύνη. Ε όχι και να χάσεις το πλοίο! Τι θα κάνεις εδώ με μια βαλίτσα γεμάτη ματαιοδοξία και στριμωγμένη ανασφάλεια.
Και όπως τα παραχώνεις, αβγατίζουν. Και βρίσκεσαι να στριμώχνεις κι άλλα: τέσσερις πετσέτες θαλάσσης -15 μέρες είναι αυτές- και στο ντιμπέιτ τζιν μπουφάν, νιτσεράδα ή πουλόβερ, κερδίζουν και τα τρία και μετά έρχεται η έμπνευση της στιγμής, το ανήκουστο, που θα κρατήσεις κρυφό για να μη σε κοροϊδεύουν: ένα ζευγάρι -προφανώς αχρείαστα- βαριά μποτάκια με τη δικαιολογία «φέτος είναι τρελός ο καιρός». Κι εύχεσαι ο ευγενής κύριος του πληρώματος, που τράβηξε το λαχείο και προσφέρθηκε να σε βοηθήσει στις σκάλες του πλοίου, να ήθελε μικρός να γίνει αρσιβαρίστας.
Μόλις το πλοίο δέσει αργά το βράδυ στο νησί, τρέχουν όλοι για να βγουν πρώτοι, με μικρές ή μεγαλύτερες βαλίτσες που μοιάζουν με γιγάντια σάντουιτς ή με μακρόστενα καβούκια χελώνας, της διπλανής μοιάζει με ψυγείο παγωτού -αυτή πρέπει να έφερε και το σκρίνιο της μάνας της μαζί. Τη δική σου καμπούρα δεν τη βλέπεις. Είσαι μια χελώνα που στην προσπάθειά της να απαλλαγεί από ένα καβούκι φορτώθηκε άλλα δέκα. Ξαφνικά, το πλακόστρωτο του νησιού γίνεται εθνική οδός βαλιτσών. Εσύ πας από την παραλία κι αφήνεις ροδιές πάνω στην άμμο και πάλι γελάς με τον εαυτό σου. Πώς έγινε αυτό και πάλι ξέχασες πως ό,τι χρειάζεσαι σε περίμενε ήδη εδώ.



0 σχόλια: